γαμψός: Difference between revisions

From LSJ

Χθὼν πάντα κομίζει καὶ πάλιν κομίζεται → Nam terra donat ac resorbet omnia → Die Erde alles bringt, sich wieder alles nimmt

Menander, Monostichoi, 539
(3)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''γαμψός:''' -ή, -όν ([[κάμπτω]]), [[καμπυλωτός]], [[κυρτός]]· λέγεται για αρπακτικά πουλιά, όρνια = [[γαμψῶνυξ]], σε Αριστοφ.
|lsmtext='''γαμψός:''' -ή, -όν ([[κάμπτω]]), [[καμπυλωτός]], [[κυρτός]]· λέγεται για αρπακτικά πουλιά, όρνια = [[γαμψῶνυξ]], σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''γαμψός:''' <b class="num">1)</b> загнутый, изогнутый, кривой (κέρατα, ὄνυχες, ὀδόντες Arst.; [[ἄγκιστρον]], [[δρέπανον]] Anth.);<br /><b class="num">2)</b> с кривыми когтями (οἰωνοί Arph.).
}}
}}

Revision as of 17:56, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γαμψός Medium diacritics: γαμψός Low diacritics: γαμψός Capitals: ΓΑΜΨΟΣ
Transliteration A: gampsós Transliteration B: gampsos Transliteration C: gampsos Beta Code: gamyo/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A curved, crooked, of the uterine κόλποι, Hp.Nat Pucr.31; κέρατα Arist.HA630a31; ῥύγχος Id.PA662b2; ὄνυχες ib.662b5 (Comp.); ἅρπαι Lyc.358.    2 of birds of prey, = γαμψῶνυξ, Ar. Nu.337 (anap.).

German (Pape)

[Seite 473] (κάμπτω), gebogen, krumm, κέρατα Arist. H. A. 9, 45; δρέπανον Antiphil. 4 (VI, 85); ἄγκιστρον Archi. 10 (VI, 192). – Ar. Nubb. 336 γαμψοὶ οἰωνοί; s. γαμψῶνυξ.

Greek (Liddell-Scott)

γαμψός: ή όν, (κάμπτω) καμπύλος, κεκαμμένος, κέρατα Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 45, 4 · ῥύγχος ὁ αὐτ. Ζῴ. Μοσ. 3. 1, 14 · ὄνυχες ὁ αὐτ. 4. 12, 21 · κέρατα ὁ αὐτ. 3. 2, 5. 2) ἐπὶ ἁρπακτικῶν ὀρνέων, = γαμψῶνυξ Ἀριστοφ. Νεφ. 337.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
recourbé.
Étymologie: *γάμπτω = κάμπτω.

Spanish (DGE)

-ή, -όν

• Morfología: [gen. -οῖο AP 16.118 (Paul.Sil.)]
1 curvode la cavidad del útero, Hp.Nat.Puer.31, cf. Hp. en Gal.19.90, κέρατα Arist.HA 630a31, ῥύγχος Arist.PA 662b2, ἄγκιστρον AP 6.192 (Arch.), δρέπανον AP 6.95 (Antiphil.), cf. 104 (Phil.), ὄνυχες Gal.3.176, ὑπὲρ γαμψοῖο κορύμβου por encima de la curva popa, AP l.c.
2 de curvo pico οἰωνοί Ar.Nu.337, cf. Sch.ad loc.

• Etimología: Se ha propuesto partir de la forma γαμψῶνυξ < *γναμψωνυξ. Por disim. en su primer elemento se habría formado γαμψός, c. un suf. -σός del tipo βλαισός, λοξός, etc. Todo ello rel. γνάμπτω q.u.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM γαμψός, -ή, -όν)
κυρτός, αγκυλωτός
αρχ.
(για πτηνά) ο γαμψώνυχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με το γνάμπτω «κάμπτω, λυγίζω». Το απλό γαμψός προήλθε κατ' απόσπαση από το αρχαϊκό σύνθετο γαμψώνυξ < γναμψωνυξ (πρβλ. και λειψός < λειψόθριξ ή λείψανδρος, αψύς < αψίθυμος, κοντός < κοντομάχος, κοντοβόλος κ.τ.ό.). Λιγότερο πιθανή φαίνεται η υπόθεση συμφυρμού τών γνάμπτω και κάμπτω.

Greek Monotonic

γαμψός: -ή, -όν (κάμπτω), καμπυλωτός, κυρτός· λέγεται για αρπακτικά πουλιά, όρνια = γαμψῶνυξ, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

γαμψός: 1) загнутый, изогнутый, кривой (κέρατα, ὄνυχες, ὀδόντες Arst.; ἄγκιστρον, δρέπανον Anth.);
2) с кривыми когтями (οἰωνοί Arph.).