ἑδραίωμα: Difference between revisions

From LSJ

Ὡς ἡδὺ κάλλος, ὅταν ἔχῃ νοῦν σώφρονα → Quam dulce facies pulchra cum ingenio probo → Wie froh macht Schönheit, wenn sie klugen Sinn besitzt

Menander, Monostichoi, 555
(4)
(2)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἑδραίωμα:''' -ατος, τό, [[θεμέλιο]], [[βάση]], σε Καινή Διαθήκη
|lsmtext='''ἑδραίωμα:''' -ατος, τό, [[θεμέλιο]], [[βάση]], σε Καινή Διαθήκη
}}
{{elru
|elrutext='''ἑδραίωμα:''' ατος τό утверждение, опора ([[στῦλος]] καὶ ἑ. τῆς ἀληθείας NT).
}}
}}

Revision as of 19:20, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑδραίωμα Medium diacritics: ἑδραίωμα Low diacritics: εδραίωμα Capitals: ΕΔΡΑΙΩΜΑ
Transliteration A: hedraíōma Transliteration B: hedraiōma Transliteration C: edraioma Beta Code: e(drai/wma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A stay, support, τῆς ἀληθείας 1 Ep.Ti. 3.15.

German (Pape)

[Seite 716] τό, die Stütze, Bekräftigung, N. T.

Greek (Liddell-Scott)

ἑδραίωμα: τό, θεμέλιον, βάσις, Ἐπιστ. Α΄, π. Τιμ. γ΄, 15.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
base solide, soutien.
Étymologie: ἑδραιόω.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
1 sede ἑ. τῆς Σιών τὸ κλίμα ἐστὶ τοῦ βορρᾶ Ath.Al.M.27.220B
asiento, fijeza (ἡ γῆ) διὰ κονίαν ... σαθρὰ καὶ μὴ ἔχουσα ἑ. Olymp.Iob 28.4.
2 fig. soporte, sostén, fundamento c. gen. de abstr. τῆς ἀληθείας 1Ep.Ti.3.15, cf. Epiph.Const.Haer.41.4.14, τῆς εἰς Χριστὸν πίστεως Ammon.Aeg.Ep.23, cf. Mac.Aeg.Serm.B 19.1.3, Procop.Gaz.M.87.2409D, νηστείας Apoph.Patr.Sys.2.35
ref. pers. στῦλον καὶ ἑ. τῶν ἐνταῦθα Eus.HE 5.1.17, cf. Is.1.29, Rom.Mel.64.13, τῆς Ἐκκλησίας Eus.M.23.869D, Gr.Naz.Ep.44.1, M.35.985A, glos. a ἔρεισμα Sch.Opp.C.1.1.

English (Strong)

from a derivative of ἑδραῖος; a support, i.e. (figuratively) basis: ground.

English (Thayer)

ἑδραιωματος, τό (ἑδραιόω, to make stable, settle firmly), a stay, prop, support, (Vulg. firmamentum): A. V. ground). (Ecclesiastical writings.)

Greek Monolingual

το (AM ἑδραίωμα) εδραιώνω
στήριγμα.

Greek Monotonic

ἑδραίωμα: -ατος, τό, θεμέλιο, βάση, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

ἑδραίωμα: ατος τό утверждение, опора (στῦλος καὶ ἑ. τῆς ἀληθείας NT).