ἐξαπεῖδον: Difference between revisions
Τὰς γὰρ ἡδονὰς ὅταν προδῶσιν ἄνδρες, οὐ τίθημ' ἐγὼ ζῆν τοῦτον, ἀλλ' ἔμψυχον ἡγοῦμαι νεκρόν → But when people lose their pleasures, I do not consider this life – rather, it is just a corpse with a soul
(4) |
(2) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐξαπεῖδον:''' απαρ. <i>-απιδεῖν</i>, αόρ. βʹ [[χωρίς]] ενεστ. [[ἐξαφοράω]] σε [[χρήση]], [[παρατηρώ]] από [[μακριά]], σε Σοφ. | |lsmtext='''ἐξαπεῖδον:''' απαρ. <i>-απιδεῖν</i>, αόρ. βʹ [[χωρίς]] ενεστ. [[ἐξαφοράω]] σε [[χρήση]], [[παρατηρώ]] από [[μακριά]], σε Σοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐξαπεῖδον:''' [aor. к *[[ἐξαφοράω]] издали увидеть, заметить (τινα [[οὐδαμοῦ]] Soph.). | |||
}} | }} |
Revision as of 20:04, 31 December 2018
English (LSJ)
inf. ἐξαπιδεῖν: aor. without any pres. ἐξαφοράω in use,
A observe from afar, only in S.OC1648 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 870] (aor. zum ungebräuchlichen ἐξαφοράω), aus der Ferne bemerken, Soph. O. C. 1644.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξαπεῖδον: ἀπαρέμφ. ἐξαπιδεῖν, ἀόρ. ἄνευ ἰδίου ἐνεστ. - Ἐν χρήσει εἶναι τὸ ἐξαφοράω, παρατηρῶ μακρόθεν, Σοφ. Ο. Κ. 1648· - ἐκ τῶν ἅπαξ λεγ.
French (Bailly abrégé)
ao.2 d’un verbe inusité;
remarquer ou voir de loin.
Étymologie: ἐξ, ἀπεῖδον ; cf. ἐξαφοράω.
Spanish (DGE)
v. ἐξαφοράω.
Greek Monolingual
ἐξαπεῑδον (Α)
(αόρ. χωρίς ενεστ. αντί ενεστ. χρησιμοπ. το ἐξαφορῶ)
παρατήρησα από μακριά, είδα σε απόσταση («στραφέντες ἐξαπείδομεν τὸν ἄνδρα», Σοφ.).
Greek Monotonic
ἐξαπεῖδον: απαρ. -απιδεῖν, αόρ. βʹ χωρίς ενεστ. ἐξαφοράω σε χρήση, παρατηρώ από μακριά, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἐξαπεῖδον: [aor. к *ἐξαφοράω издали увидеть, заметить (τινα οὐδαμοῦ Soph.).