ἐπεισπλέω: Difference between revisions

From LSJ

μοχθεῖν τε βροτοῖσ(ιν) άνάγκη → and you mortals must endure trouble (Euripides' Hippolytus 208)

Source
(4)
(2)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπεισπλέω:''' μέλ. -[[πλεύσομαι]],<br /><b class="num">I.</b> [[εισπλέω]] μαζί με, σε Θουκ., Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> [[πλέω]] [[εναντίον]] κάποιου, [[προσβάλλω]], επιτίθεμαι, σε Θουκ.
|lsmtext='''ἐπεισπλέω:''' μέλ. -[[πλεύσομαι]],<br /><b class="num">I.</b> [[εισπλέω]] μαζί με, σε Θουκ., Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> [[πλέω]] [[εναντίον]] κάποιου, [[προσβάλλω]], επιτίθεμαι, σε Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπεισπλέω:''' староатт. [[ἐπεσπλέω]] (fut. ἐπεισπλευσοῦμαι)<br /><b class="num">1)</b> внезапно приплывать, подплывать (Thuc.; [[δυοῖν]] ναυσίν Xen.);<br /><b class="num">2)</b> врываться в (неприятельский) порт Thuc.
}}
}}

Revision as of 20:16, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπεισπλέω Medium diacritics: ἐπεισπλέω Low diacritics: επεισπλέω Capitals: ΕΠΕΙΣΠΛΕΩ
Transliteration A: epeispléō Transliteration B: epeispleō Transliteration C: epeispleo Beta Code: e)peisple/w

English (LSJ)

   A sail in after, Th.6.2, X.HG 1.1.5; θύννων . . ἐπεισέπλει ὑπογάστρι' Eub.37.    II sail against, attack, Th.4.13.

German (Pape)

[Seite 912] (s. πλέω), noch dazu hineinschiffen, Thuc. 6, 2; zum Angriff, 4, 13; Xen. Hell. 1, 1, 5.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπεισπλέω: καὶ ἐπεσπλ-: μέλλ. -πλεύσομαι καὶ -πλευσοῦμαι, εἰσπλέω μετ’ ἄλλους εἴς τινα τόπον, Θουκ. 6. 2· Ἀλκιβιάδης ἐπεισπλεῖ Ξεν. Ἑλλην. 1. 1, 5· μεταφ., μετὰ ταῦτα θύννων... ἐπεισέπλει ὑπογάστρι’ ὀπτῶν Εὔβουλ. ἐν «Ἴωνι» 2. II. εἰσπλέω που ἐναντίον τινὸς ὅπως ἐπιτεθῶ κατ’ αὐτοῦ, ὡς αὐτοὶ ἐπεσπλευσούμενοι Θουκ. 4. 13.

French (Bailly abrégé)

anc. att. ἐπεσπλέω;
f. ἐπεισπλευσοῦμαι;
1 survenir avec une flotte ou un navire;
2 faire voile contre, attaquer.
Étymologie: ἐπί, εἰσπλέω.

Greek Monolingual

ἐπεισπλέω (Α)
1. μπαίνω στο λιμάνι ενός τόπου μετά από άλλον («ἐπειδή δὲ οἱ Ἕλληνες κατὰ θάλασσαν ἐπεσέπλεον», Θουκ.)
2. εισπλέω κάπου εναντίον άλλου.

Greek Monotonic

ἐπεισπλέω: μέλ. -πλεύσομαι,
I. εισπλέω μαζί με, σε Θουκ., Ξεν.
II. πλέω εναντίον κάποιου, προσβάλλω, επιτίθεμαι, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπεισπλέω: староатт. ἐπεσπλέω (fut. ἐπεισπλευσοῦμαι)
1) внезапно приплывать, подплывать (Thuc.; δυοῖν ναυσίν Xen.);
2) врываться в (неприятельский) порт Thuc.