ἐπιστρεφής: Difference between revisions
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
(4) |
(2) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐπιστρεφής:''' -ές,<br /><b class="num">1.</b> αυτός που στρέφει τα μάτια του ή το [[μυαλό]] σε [[κάτι]], [[προσεκτικός]], σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> [[ακριβής]], [[αυστηρός]]· επίρρ. -[[φῶς]], Ιων. -[[φέως]], ειλικρινά, ζωηρά, δραστήρια, σε Ηρόδ., Αισχίν. | |lsmtext='''ἐπιστρεφής:''' -ές,<br /><b class="num">1.</b> αυτός που στρέφει τα μάτια του ή το [[μυαλό]] σε [[κάτι]], [[προσεκτικός]], σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> [[ακριβής]], [[αυστηρός]]· επίρρ. -[[φῶς]], Ιων. -[[φέως]], ειλικρινά, ζωηρά, δραστήρια, σε Ηρόδ., Αισχίν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐπιστρεφής:''' <b class="num">1)</b> напряженно-внимательный, деятельный, энергичный ([[ῥήτωρ]] Xen.; [[θεός]] Plut.);<br /><b class="num">2)</b> гибкий, переливчатый (φωνὴ ἀηδόνος Arst.). | |||
}} | }} |
Revision as of 20:36, 31 December 2018
English (LSJ)
ές,
A turning one's eyes or mind to a thing, attentive, ῥήτωρ X.HG6.3.7; θεός Plu.2.276a; ἐπιστρεφεῖς πρὸς τὴν θεραπείαν Phld.Ir.p.21 W. 2. exact, strict, severe, καταγραφαί D.H.10.33 (Comp.); ἀρχή Hdn.7.8.7; δίαιτα Id.5.2.5. Adv. -φῶς, Ion. -φέως, earnestly, vehemently, εἴρετο ἐ. Hdt.1.30; ἐ. καὶ ῥητορικῶς φήσουσι Aeschin.1.71; ἐ. πάνυ καὶ θρασέως D.H.7.34: Comp. -έστερον UPZ 24.24 (ii B.C.), Phleg.Olymp.Fr.1, etc.; cf. ἐπιστρέφω 11.5:—ἐπιστρεφῶς is v.l. for ἐπιστρόφως in Eub.150.7 = Ephipp.3.10. II. flexible, supple, ἰσχίον Philostr.Gym.35: metaph., modulated, varied, φωνὴ ἐ., of the nightingale, Arist.HA632b24. 2. = ἐπιστρεπτικός, μερισμός Dam.Pr.272; νοῦς ib.304.
German (Pape)
[Seite 985] ές, seine Aufmerksamkeit auf Etwas richtend, aufmerksam, sorgfältig, genau; ῥήτωρ Xen. Hell. 6, 3, 7; καὶ πολυωρητικὴ θεός Plut. Qu. Rom. 46; – angespannt, streng, καὶ στρατιωτικὴ δίαιτα Hdn. 5, 2; καὶ κόσμιος ἀρχή 7, 8; πολὺ τὸ ἐπιστρεφὲς ἔσχε πρὸς τοὺς φαύλους, er war streng gegen sie, 7, 10; ἐπιστρεφεστέρας τὰς καταγραφὰς γιγνομένας D. Hal. 10, 33; – φωνή, modulirt, von der Nachtigall, Arist. H. A. 9, 49. – Adv. ἐπιστρεφῶς, ion. ἐπιστρεφέως, gespannt, hastig, mit Lebhaftigkeit, εἴρετο Her. 1, 30; καὶ ῥητορικῶς φήσουσι Aesch. 1, 71; καὶ θρασέως καθήπτετο D. Hal. 7, 34.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιστρεφής: -ές, ὁ στρέφων τοὺς ὀφθαλμοὺς ἢ τὸν νοῦν αὐτοῦ εἴς τι, προσεκτικός, ἄγρυπνος, ῥήτωρ Ξεν. Ἑλλ. 6. 3, 7, πρβλ. Πλούτ. 2. 275F· πρβλ. ἐπιστρέφω ΙΙ. 3. 2) ἀκριβής, αὐστηρός, καταγραφαὶ Διον. Ἁλ. 10. 33· ἀρχὴ Ἡρῳδιαν. 1. 8, κτλ.· ― οὕτως, ἐπίρρ. -φῶς, Ἰων. -φέως, μετὰ σπουδῆς, δραστηρίως, ἐνεργῶς, εἴρετο ἐπιστρ. Ἡρόδ. 1. 30· ἐπιστρ. καὶ ῥητορικῶς φήσουσι Αἰσχίν. 10. 30· ἐπ. πάνυ καὶ θρασέως Διον. Ἁλ. 7. 34· πρβλ. ἐπιστρέφω ΙΙ. 5. ― Κατὰ Σουΐδ. «ἐπιστρεφέως, ἀντὶ τοῦ ἐπιμελῶς παρὰ Ἡροδότῳ καὶ ἀπατητικῶς», πρβλ. καὶ Εὔβουλ. ἐν Ἀδήλ. 15a. ΙΙ. εὔστροφος, Λατ. versatilis, ποικιλοτρόπως καμπτόμενος, ποικίλος, φωνὴ ἐπ., ἐπὶ τῆς ἀηδόνος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 49Β, 3.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui se tourne vers ou sur ; attentif, soigneux, vigilant.
Étymologie: ἐπιστρέφω.
Greek Monolingual
ἐπιστρεφής, -ές (Α)
1. αυτός που στρέφει τον νου ή τα μάτια του κάπου, άγρυπνος, προσεκτικός («ἐπιστρεφὴς ῥήτωρ»(Ξεν.)
2. ακριβής, αυστηρός («ἐπιστρεφεστέρας... καταγραφάς», «ἐπιστρεφής ἀρχή»)
3. ευλύγιστος
4. (για τραγούδι αηδονιού) ποικίλος
5. επιστρεπτικός.
επίρρ...
ἐπιστρεφῶς και ιων. τ. επιστρεφέως
1. δραστήρια, με ενεργητικότητα
2. με επιμέλεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + -στρεφής (< στρέφος)].
Greek Monotonic
ἐπιστρεφής: -ές,
1. αυτός που στρέφει τα μάτια του ή το μυαλό σε κάτι, προσεκτικός, σε Ξεν.
2. ακριβής, αυστηρός· επίρρ. -φῶς, Ιων. -φέως, ειλικρινά, ζωηρά, δραστήρια, σε Ηρόδ., Αισχίν.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιστρεφής: 1) напряженно-внимательный, деятельный, энергичный (ῥήτωρ Xen.; θεός Plut.);
2) гибкий, переливчатый (φωνὴ ἀηδόνος Arst.).