θεμιστεύω: Difference between revisions
αὐτῇ τῇ ψυχῇ αὐτὴν τὴν ψυχὴν θεωροῦντα ἐξαίφνης ἀποθανόντος ἑκάστου → beholding with very soul the very soul of each immediately upon his death
(4) |
(2b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''θεμιστεύω:''' μέλ. <i>-σω</i> ([[θέμις]]),<br /><b class="num">I.</b> [[απονέμω]] [[δικαιοσύνη]], [[διακηρύσσω]] το [[δίκαιο]], Λατ. [[jus]] dicere, σε Ομήρ. Οδ.· με γεν., [[διεκδικώ]] το [[δίκαιο]] [[έναντι]], είμαι [[δικαστής]], στο ίδ.<br /><b class="num">II.</b> [[χρησμοδοτώ]], σε Ομηρ. Ύμν.· απόλ., [[δίνω]] χρησμούς, σε Ευρ. | |lsmtext='''θεμιστεύω:''' μέλ. <i>-σω</i> ([[θέμις]]),<br /><b class="num">I.</b> [[απονέμω]] [[δικαιοσύνη]], [[διακηρύσσω]] το [[δίκαιο]], Λατ. [[jus]] dicere, σε Ομήρ. Οδ.· με γεν., [[διεκδικώ]] το [[δίκαιο]] [[έναντι]], είμαι [[δικαστής]], στο ίδ.<br /><b class="num">II.</b> [[χρησμοδοτώ]], σε Ομηρ. Ύμν.· απόλ., [[δίνω]] χρησμούς, σε Ευρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''θεμιστεύω:''' <b class="num">1)</b> вершить суд, судить ([[Μίνως]], θεμιστεύων νέκυσσιν Hom.);<br /><b class="num">2)</b> управлять, повелевать (παίδων ἤδ᾽ ἀλόχων Hom.);<br /><b class="num">3)</b> (о божестве) (воз)вещать (νημερτέα βουλὴν πᾶσι HH);<br /><b class="num">4)</b> давать оракул, прорицать (τινί Eur., Plut.). | |||
}} | }} |
Revision as of 22:12, 31 December 2018
English (LSJ)
A declare law and right, c. dat., Μίνωα ἴδον . . θεμιστεύοντα νέκυσσιν Od. 11.569: c. gen., govern, θ. δὲ ἕκαστος παίδων ἠδ' ἀλόχων 9.114. II give by way of answer or oracle, νημερτέα βουλὴν πᾶσι θ. h.Ap.253, cf. Lys.Fr.23S.: abs., deliver oracles, E.Ion371, D.S.5.67, Plu.Alex. 14; τινα Orac. ap. Ael.VH3.43; cf. θεμιτεύω.
German (Pape)
[Seite 1194] Gesetz u. Recht verwalten, Recht sprechen, τινί, Od. 11, 569; übh. obherrschen, obwalten, τινός, 9, 114; ὄργια Κυβέλης θεμιστεύων Eur. Bacch. 79, auf gesetzliche Weise feiern, Musgr. änderte θεμιτεύων. – Rathschläge, Orakel gehen (s. θέμις), H. h. Apoll. 953. 293, τοῖσιν δέ τ' ἐγὼ νημερτέα βουλὴν πᾶσι θεμιστεύοιμι; Eur. Ion 571 τὸν θεμιστεύοντά σεο; Orph. H. 79, 4; οὔ σε θεμιστεύσω Orak. bei Ael. V. H. 3, 43; Lys. bei Harpocr.; absol., Plut. Alex. 14 u. öfter.
Greek (Liddell-Scott)
θεμιστεύω: ἀπονέμω τὸ δίκαιον, δικαιοδοτῶ, Λατ. jus dicere, μετὰ δοτ., Μίνωα ἴδον... θεμιστεύοντα νέκυσσιν Ὀδ. Λ. 569˙ μετὰ γεν., εἶμαι δικαστής, θεμιστεύει δὲ ἕκαστος παίδων ἠδ’ ἀλόχων Ὀδ. Ι. 114. ΙΙ. ἐπὶ θεῶν, χρησμοδοτῶ, νημερτέα βουλὴν πᾶσι θεμιστεύειν Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλωνα 253, πρβλ. 293˙ οὕτω παρὰ πεζοῖς, Λυσίας παρ’ Ἁρπ.˙ - ἀπολ., παρέχω χρησμούς, Εὐρ. Ἴωνι 371, Πλούτ. Ἀλεξ. 14, Χρησμ. παρ’ Αἰλ. Π. Ἱστ. 3. 43. - Πρβλ. θεμιτεύω.
French (Bailly abrégé)
1 rendre la justice : τινι à qqn ; p. ext. être juge ou chef de, gouverner;
2 rendre des oracles.
Étymologie: θέμις.
English (Autenrieth)
(θέμις): be judge for or over, judge; τινί, Od. 11.569; τινός, Od. 9.114.
Greek Monolingual
θεμιστεύω (Α) θέμις (Ι)]
1. απονέμω το δίκαιο, δικάζω, κρίνω («Μίνωα ϊδον... θεμιστεύοντα νέκυσσιν», Ομ. Οδ.)
2. διοικώ, εξουσιάζω, ασκώ δικαστική εξουσία
3. (για θεούς) συμβουλεύω, χρησμοδοτώ, παρέχω χρησμούς.
Greek Monotonic
θεμιστεύω: μέλ. -σω (θέμις),
I. απονέμω δικαιοσύνη, διακηρύσσω το δίκαιο, Λατ. jus dicere, σε Ομήρ. Οδ.· με γεν., διεκδικώ το δίκαιο έναντι, είμαι δικαστής, στο ίδ.
II. χρησμοδοτώ, σε Ομηρ. Ύμν.· απόλ., δίνω χρησμούς, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
θεμιστεύω: 1) вершить суд, судить (Μίνως, θεμιστεύων νέκυσσιν Hom.);
2) управлять, повелевать (παίδων ἤδ᾽ ἀλόχων Hom.);
3) (о божестве) (воз)вещать (νημερτέα βουλὴν πᾶσι HH);
4) давать оракул, прорицать (τινί Eur., Plut.).