καταζεύγνυμι: Difference between revisions
Σωτηρίας σημεῖον ἥμερος τρόπος → Auf Rettung deutet kultivierte Lebensart → Ein Hinweis auf die Rettung ist die sanfte Art
(5) |
(2b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''καταζεύγνῡμι:''' και -ύω, μέλ. <i>-ζεύξω</i>· [[ζεύω]], [[ζευγαρώνω]] μαζί, [[ζεύω]], σε Πίνδ. — Παθ., ενώνομαι, σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> Παθ. επίσης, δεσμεύομαι, περιορίζομαι, φυλακίζομαι, σε Ηρόδ., Σοφ. | |lsmtext='''καταζεύγνῡμι:''' και -ύω, μέλ. <i>-ζεύξω</i>· [[ζεύω]], [[ζευγαρώνω]] μαζί, [[ζεύω]], σε Πίνδ. — Παθ., ενώνομαι, σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> Παθ. επίσης, δεσμεύομαι, περιορίζομαι, φυλακίζομαι, σε Ηρόδ., Σοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''καταζεύγνῡμι:''' и (только praes.) [[κατα]]-[[ζευγνύω]]<br /><b class="num">1)</b> запрягать, впрягать (ἐν ἅρματι [[σθένος]] ἵππιον Pind.);<br /><b class="num">2)</b> связывать, сковывать (ὑπ᾽ ἀναγκαίης καταζευχθῆναι Her.);<br /><b class="num">3)</b> связывать вместе, соединять (τὰς πόλεις Plat.; [[δύο]] πλοῖα Diod.): γάμῳ καταζεῦξαι Plut. сочетать браком;<br /><b class="num">4)</b> заключать, запирать: ἐν τυμβήρει θαλάμῳ κατεζεύχθη Soph. (Даная) была заключена в подземный склеп;<br /><b class="num">5)</b> распрягать обозы, т. е. делать привал, располагаться лагерем (πρὸς или παρὰ τὸν ποταμόν Plut.);<br /><b class="num">6)</b> оседать, селиться (ἐν τῇ πόλει Polyb.). | |||
}} | }} |
Revision as of 22:36, 31 December 2018
English (LSJ)
and καταζευγ-νύω,
A yoke together, ἐν ἅρματα κ. σθένος ἵππιον Pi.P.2.11:—Pass., δύο πλοῖα κατεζευγμένα (v.l. Χελώνας -μένας) D.S.20.85: metaph., to be united, ταῖς πρῶτον οὕτω καταζευγνυμέναις πόλεσιν Pl.Lg.753e; of marriage, Ael.VH4.1. 2 in Pass., to be straitened, confined, ὑπ' ἀναγκαίης κατέζευχθε Hdt.8.22; ἐν τυμβήρει θαλάμῳ κατεζεύχθη S.Ant.947. 3 Pass., of a right angle, to be made acute, κἂν μικρῷ τινι μᾶλλον κατεζευγμένη ᾖ ἡ εὐθεῖα γωνία Asp.in EN19.32. II intr., fix one's quarters, halt, encamp, ταῖς δυνάμεσι Plb.3.95.3, cf. Plu.Sull.25, etc.
German (Pape)
[Seite 1348] (s. ζεύγνυμι), auch καταζευγνύω, – 1) anspannen, anschirren; ὅταν ἐν ἅρματι καταζευγνύῃ σθένος ἵππιον Pind. P. 2, 11; binden, zusammenschnüren, einsperren, ἐν τυμβήρει θαλάμῳ κατεζεύχθη, von der Danae, Soph. Ant. 938; ὑπ' ἀναγκαίης κατεζεύχθη μείζονος ἢ ὥστε ἀφίστασθαι Her. 8, 23. – Uebh. verbinden, ταῖς οὕτω καταζευγνυμέναις πόλεσι Plat. Legg. XI, 753 e; δύο πλοῖα κατεζευγμένα D. Sic. 20, 86. – 2) abspannen, ausruhen; von einem Heere = sich lagern, ein Lager beziehen; Pol. 18, 3, 5; πρὸς τὸν ποταμόν u. παρὰ τὸν ποταμόν, 3, 95, 3. 8, 15, 2; Plut. Sull. 2. Auch von Ansiedlern, sich niederlassen, ἐν τῇ πόλει Pol. 5, 80, 2.
Greek (Liddell-Scott)
καταζεύγνῡμι: καὶ -ύω: μέλλ. -ζεύξω:― ζευγνύω ὁμοῦ, ἐν ἅρματι κ. σθένος ἵππειον Πινδ. Π. 2. 21.― Παθ., δύο πλοῖα κατεζευγμένα Διόδ. 20. 85· μεταφ., εἶμαι ἡνωμένος, ταῖς πρῶτον οὕτω καταζευγνυμέναις πόλεσιν Πλάτ. Νόμ. 753Ε· ἐπὶ γάμου, Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 4. 1. 2) ἐν τῷ Παθ. ὡσαύτως, περιορίζομαι, δεσμεύομαι, ὑπ’ ἀνάγκης Ἡρόδ. 8. 22· ἐν τυμβήρει θαλάμῳ κατεζεύχθη Σοφ. Ἀντ. 946· δουλείᾳ Κλήμ. Ἀλ. 4. ΙΙ. ἀμετάβ., καταλύω, στρατοπεδεύω, ἀντίθετον τῷ ἀναζεύγνυμι, Πολύβ. 3. 95, 3, κτλ.
French (Bailly abrégé)
atteler ensemble, accoupler ; Pass. fig. κ. ὑπ’ ἀναγκαίης HDT être lié ou contraint par la nécessité ; être enfermé.
Étymologie: κατά, ζεύγνυμι.
English (Slater)
καταζεύγνυμι
1 yoke ξεστὸν ὅταν δίφρον ἔν θ' ἅρματα πεισιχάλινα καταζευγνᾰῃ σθένος ἵππιον (P. 2.11)
Greek Monolingual
καταζεύγνυμι και καταζευγνύω (Α)
1. ζευγνύω μαζί
2. στρατοπεδεύω
3. παθ. καταζεύγνυμαι
α) (για ορθή γωνία) γίνομαι οξεία
β) περιορίζομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ζεύγνυμι «ζεύω»].
Greek Monotonic
καταζεύγνῡμι: και -ύω, μέλ. -ζεύξω· ζεύω, ζευγαρώνω μαζί, ζεύω, σε Πίνδ. — Παθ., ενώνομαι, σε Πλάτ.
2. Παθ. επίσης, δεσμεύομαι, περιορίζομαι, φυλακίζομαι, σε Ηρόδ., Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
καταζεύγνῡμι: и (только praes.) κατα-ζευγνύω
1) запрягать, впрягать (ἐν ἅρματι σθένος ἵππιον Pind.);
2) связывать, сковывать (ὑπ᾽ ἀναγκαίης καταζευχθῆναι Her.);
3) связывать вместе, соединять (τὰς πόλεις Plat.; δύο πλοῖα Diod.): γάμῳ καταζεῦξαι Plut. сочетать браком;
4) заключать, запирать: ἐν τυμβήρει θαλάμῳ κατεζεύχθη Soph. (Даная) была заключена в подземный склеп;
5) распрягать обозы, т. е. делать привал, располагаться лагерем (πρὸς или παρὰ τὸν ποταμόν Plut.);
6) оседать, селиться (ἐν τῇ πόλει Polyb.).