κνῆσμα: Difference between revisions

From LSJ

διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)

Source
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κνῆσμα:''' -ατος, τό, [[τσίμπημα]], [[δάγκωμα]], σε Ξεν.
|lsmtext='''κνῆσμα:''' -ατος, τό, [[τσίμπημα]], [[δάγκωμα]], σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''κνῆσμα:''' ατος τό<b class="num">1)</b> чесание: ψήκτρας κ. Anth. скребница;<br /><b class="num">2)</b> зуд Xen.
}}
}}

Revision as of 23:00, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κνῆσμα Medium diacritics: κνῆσμα Low diacritics: κνήσμα Capitals: ΚΝΗΣΜΑ
Transliteration A: knē̂sma Transliteration B: knēsma Transliteration C: knisma Beta Code: knh=sma

English (LSJ)

ατος, τό, in pl.,

   A scrapings, Hp.Nat.Puer.17 (κνήματα Gal. 19.112): metaph., κ. λόγων Pl.Hp.Ma.304a.    II sting, bite, X. Smp.4.28 (v.l. κνῆμα) ; ψήκτρης κ., periphr. for a comb, AP6.233 (Maec.).

German (Pape)

[Seite 1460] τό, = κνῆμα; Xen. Conv. 4, 28; φαλαγγίων = δήγματα, Ael. V. H. 13, 45. – Bei Qu. Haec. 6 (VI, 233) ist ψήκτρας κνῆσμα σιδηρόδετον die kratzende Striegel.

Greek (Liddell-Scott)

κνῆσμα: τό, = κνῆμα, ὃ ἴδε. ΙΙ. δῆγμα, δάγκαμα, κέντημα, φαλαγγίων Ξεν. Συμπ. 4, 28˙ ψήκτρας κν., περίφρ. = ξύστρα, ψήκτρα, «ξυστρί», Ἀνθ. Π. 6. 233.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 raclure, rognure;
2 démangeaison.
Étymologie: κνάω.

Greek Monolingual

κνῆσμα, τὸ (AM) κνω
μσν.
ερεθισμός του δέρματος, φαγούρα
αρχ.
1. δάγκωμα
2. στον πληθ. τὰ κνήσματα
ό,τι αποξέεται, αυτό που αφαιρείται με τρίψιμο, αποξέσματα, τρίμματα
3. φρ. «ψήκτρης κνῆσμα» — χτένα.

Greek Monotonic

κνῆσμα: -ατος, τό, τσίμπημα, δάγκωμα, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

κνῆσμα: ατος τό1) чесание: ψήκτρας κ. Anth. скребница;
2) зуд Xen.