Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μέλισμα: Difference between revisions

From LSJ

Ἀναβάντα γὰρ εἰς τὴν ἀκρόπολιν, καὶ διὰ τὴν ὑπερβολὴν τῆς λύπης προσκόψαντα τῷ ζῆν, ἑαυτὸν κατακρημνίσαι → For he ascended the acropolis and then, because he was disgusted with life by reason of his excessive grief, cast himself down the height

Diodorus Siculus, 4.61.7
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μέλισμα:''' τό ([[μελίζω]]), [[τραγούδι]], σε Θεόκρ.· [[μελωδία]], σε Ανθ.
|lsmtext='''μέλισμα:''' τό ([[μελίζω]]), [[τραγούδι]], σε Θεόκρ.· [[μελωδία]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''μέλισμα:''' ατος τό песня, напев, мелодия Theocr., Anth.
}}
}}

Revision as of 23:52, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μέλισμα Medium diacritics: μέλισμα Low diacritics: μέλισμα Capitals: ΜΕΛΙΣΜΑ
Transliteration A: mélisma Transliteration B: melisma Transliteration C: melisma Beta Code: me/lisma

English (LSJ)

ατος, τό, (μελίζω B)

   A song, Theoc.14.31, 20.28; cf. μέλιγμα.    2 air, melody, μ. λύρας AP7.196 (Mel.); lyric poetry, ib. 4.1.35 (Id.).

German (Pape)

[Seite 123] τό, Gesang, Lied; Theocr. 14, 31; von Anakreons Liedern, Mel. 1, 35 (IV, 1) Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μέλισμα: τό, (μελίζω Β) ᾆσμα, μέλος, ᾠδή, Θεόκρ. 14. 31., 20. 28. 2) «ἦχος», μελῳδία, Ἀνθ. Π. 4. 1, 35· μ. λύρας αὐτόθι 7. 196.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 chant;
2 air chanté avec accompagnement, mélodie.
Étymologie: μελίζω².

Greek Monolingual

το (ΑM μέλισμα) μελίζω
νεοελλ.
μουσ. περίτεχνο ποίκιλμα, φωνητικό ή οργανικό, που, είτε καλλωπίζει μεμονωμένους φθόγγους της μελωδίας είτε γεφυρώνει δύο ή περισσότερους φθόγγους, αποτελεί χαρακτηριστικό γνώρισμα της μουσικής ερμηνείας αλλά και του ύφους και ήθους κάθε μουσικού πολιτισμού
μσν.
τεμάχιο, τμήμα
αρχ.
1. μελωδικός ήχος ή σκοπός, μελωδία, άσμαμέλισμα λύρας», Ανθ. Παλ.)
2. λυρική ποίηση.

Greek Monotonic

μέλισμα: τό (μελίζω), τραγούδι, σε Θεόκρ.· μελωδία, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

μέλισμα: ατος τό песня, напев, мелодия Theocr., Anth.