μέτοχος: Difference between revisions

From LSJ

Θεοὶ μὲν γὰρ μελλόντων, ἄνθρωποι δὲ γιγνομένων, σοφοὶ δὲ προσιόντων αἰσθάνονται → Because gods perceive future things, men what is happening now, but wise men perceive approaching things

Philostratus, Life of Apollonius of Tyana, VIII, 7
(5)
(3)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μέτοχος:''' -ον ([[μετέχω]]),·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που έχει [[μερίδιο]] σε [[κάτι]], που συμμετέχει [[κάπου]], με γεν., σε Ηρόδ., Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> ως ουσ., [[συνεργάτης]], [[συνεργός]], <i>τοῦφόνου</i>, σε Ευρ.· απόλ., σε Θουκ.
|lsmtext='''μέτοχος:''' -ον ([[μετέχω]]),·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που έχει [[μερίδιο]] σε [[κάτι]], που συμμετέχει [[κάπου]], με γεν., σε Ηρόδ., Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> ως ουσ., [[συνεργάτης]], [[συνεργός]], <i>τοῦφόνου</i>, σε Ευρ.· απόλ., σε Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''μέτοχος:''' <b class="num">II</b> ὁ сообщник, соучастник (τῆς συμφορῆς Her.; τοῦ φόνου Eur.).<br />участвующий, (со)причастный (τέχνης Plat.): μ. εἶναι ἐλπίδων Eur. разделять (чьи-л.) надежды.
}}
}}

Revision as of 00:04, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μέτοχος Medium diacritics: μέτοχος Low diacritics: μέτοχος Capitals: ΜΕΤΟΧΟΣ
Transliteration A: métochos Transliteration B: metochos Transliteration C: metochos Beta Code: me/toxos

English (LSJ)

ον,

   A sharing in, partaking of, c. gen., [τῆς συμφορῆς] τὸ πλεῦν μέτοχος Hdt.3.52; μ. ἐλπίδων, τέχνης, E.Ion698 (lyr.), Pl.Phdr. 262d; τοῦ βίου, of a wife, Diod.Com.3.5; δίκης Arist.Mu.401b29.    II Subst., partner, accomplice in, τοῦ φόνου E.HF721, Antipho 3.3.11: abs., Th.8.92; partner in business, PHib.1.109.3 (iii B. C.), PCair.Zen.176.102 (iii B. C.), Ostr.Bodl.i92, 251 (ii B. C.), Ev.Luc.5.7, etc.    2 member of a board of officials, freq. in phrase ὁ δεῖνα καὶ μέτοχοι πράκτορες, ἐπιτηρηταί, ἀγορανόμοι, τραπεζῖται, etc., PFlor.358.5 (ii A. D.), PSI2.160.4 (ii A. D.), PStrassb.52.17 (ii A. D.), POxy.96.4 (ii A. D.), etc.    3 joint owner of a house, CPHerm.119 Aiv 20 (iii A. D.).    III θεῶν μέτοχοι, of the demigods, Arist.Fr. 640.20, cf. IG14.2117 (Rome).

German (Pape)

[Seite 162] theilhabend, theilnehmend, τινός, woran, πόλεως, τέχνης, Plat. Legg. III, 689 d Phaedr. 262 d u. öfter; συμφορῆς τὸ πλεῦν μέτοχος, Her. 3, 52; absol., Thuc. 8, 92; θεῶν, Arist. ep. 3 (App. 9, 341; Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μέτοχος: -ον, (μετέχω, μετοχή), ὁ μετέχων, ἔχων μέρος ἔκ τινος, μετὰ γεν., τῆς συμφορῆς τὸ πλεῦν μέτοχος Ἡρόδ. 3. 52· μ. ἐλπίδων, τέχνης, κτλ., Εὐρ. Ἴων 697, Πλάτ. Φαῖδρ. 262D, κ. ἀλλ. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., ὁ μετέχων εἰς ἔργον τι, συναυτουργός, συνεργός, τοῦ φόνου Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 721, Ἀντιφῶν 123. 38· ἀπολ., Θουκ. 8. 92. ΙΙΙ. θεῶν μέτοχοι, οἱ ἡμίθεοι, Ἀριστ. ἐν Bgk Λυρ. 458.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui participe à, gén..
Étymologie: μετέχω.

English (Strong)

from μετέχω; participant, i.e. (as noun) a sharer; by implication, an associate: fellow, partaker, partner.

English (Thayer)

μέτοχον (μετέχω);
1. sharing in, partaking of, with the genitive of the thing (Winer's Grammar, § 30,8a.): τοῦ Χριστοῦ, of his mind, and of the salvation procured by him, a partner (in a work, office, dignity): Herodotus, Euripides, Plato, Demosthenes, others.)

Greek Monolingual

-ο (ΑΜ μέτοχος, -ον, Μ θηλ. και μέτοχη) μετέχω
1. αυτός που έχει μερίδιο σε κάτι ή αυτός που μετέχει σε κάτι, συνεργός, συναυτουργός («καὶ ἐγὼ αὐτῆς τὸ πλεῡν μέτοχός εἰμι», Ηρόδ.)
2. (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ο και η μέτοχος
συνέταιρος σε μια επιχείρηση
νεοελλ.
(το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) αυτός που έχει στην κυριότητά του ανώνυμη ή ονομαστική μετοχήσυνέλευση τών μετόχων της Εθνικής Τράπεζας»)
μσν.
φρ. «μέτοχος λόγου» — αυτός που είναι μορφωμένος
αρχ.
1. μέλος συμβουλίου δημόσιων λειτουργών
2. ο από κοινού ιδιοκτήτης οικίας
3. φρ. «θεῶν μέτοχοι» — οι ημίθεοι.

Greek Monotonic

μέτοχος: -ον (μετέχω),·
I. αυτός που έχει μερίδιο σε κάτι, που συμμετέχει κάπου, με γεν., σε Ηρόδ., Ευρ.
II. ως ουσ., συνεργάτης, συνεργός, τοῦφόνου, σε Ευρ.· απόλ., σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

μέτοχος: II ὁ сообщник, соучастник (τῆς συμφορῆς Her.; τοῦ φόνου Eur.).
участвующий, (со)причастный (τέχνης Plat.): μ. εἶναι ἐλπίδων Eur. разделять (чьи-л.) надежды.