παρακαθίστημι: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε θηρίον θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god

Aristotle, Politics, 1253a25
(5)
(3b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''παρακαθίστημι:''' μέλ. <i>καταστήσω</i>, [[στέκομαι]] ή εγκαθίσταμαι δίπλα, σε Ηρόδ.
|lsmtext='''παρακαθίστημι:''' μέλ. <i>καταστήσω</i>, [[στέκομαι]] ή εγκαθίσταμαι δίπλα, σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''παρακαθίστημι:''' (fut. παρακαταστήσω, aor. παρακατέστησα)<br /><b class="num">1)</b> ставить рядом, приставлять ([[ἐπόπτας]] τινάς Dem.; ἐπίτροπόν τινι Diod.; φυλακήν τινι Plut.);<br /><b class="num">2)</b> устанавливать рядом (πολιτείας ἐναντίας Isocr.).
}}
}}

Revision as of 01:40, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρακαθίστημι Medium diacritics: παρακαθίστημι Low diacritics: παρακαθίστημι Capitals: ΠΑΡΑΚΑΘΙΣΤΗΜΙ
Transliteration A: parakathístēmi Transliteration B: parakathistēmi Transliteration C: parakathistimi Beta Code: parakaqi/sthmi

English (LSJ)

also παρακαθ-ιστάνω, J.AJ14.15.7:—

   A set down beside, station or establish beside, στρατιώτας ὥσπερ ἐπόπτας π. D.4.25; πολιτείας ἐναντίας π. Isoc. 4.104, cf. IG12.46.9; π. ἐπίτροπόν τινι D.S.16.38, cf. PCair.Zen.199.7 (iii B. C.), PRev.Laws54.15 (iii B. C.):—Pass., παρακαθεσταμένος τινί being made his colleague, D.S.16.47.

German (Pape)

[Seite 481] (s. ἵστημι), daneben, an der Seite hinstellen, einsetzen; πολιτείας ἐναντίας, Isocr. 4, 104; παρακατέστησε φυλακήν, Plut. Fab. Max. 7; ἐπίτροπόν τινι, D. Sic. 16, 38; a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

παρακαθίστημι: μέλλ. -καταστήσω· ἐνεστ. ὡσαύτως -καθιστάνω Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 14. 15, 7· - τοποθετῶ πλησίον, καθίστημι πλησίον, ἐπόπτας π. τινὰς Δημ. 47. 5· πολιτείας π. ἐναντίας Ἰσοκρ. 62Β· π. ἐπίτροπόν τινι Διόδ. 16. 38.

French (Bailly abrégé)

f. παρακαταστήσω, ao. παρακατέστησα, etc.
établir auprès, placer à côté.
Étymologie: παρά, καθίστημι.

Greek Monolingual

και παρακαθιστάνω Α
τοποθετώ, διορίζω, εγκαθιστώ κάποιον ή κάτι κοντά σε κάποιον ή σε κάτι άλλο («παρακατέστησεν αὐτῷ ἐπίτροπον», Διόδ. Σικ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + καθίστημι «θέτω, τοποθετώ»].

Greek Monotonic

παρακαθίστημι: μέλ. καταστήσω, στέκομαι ή εγκαθίσταμαι δίπλα, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

παρακαθίστημι: (fut. παρακαταστήσω, aor. παρακατέστησα)
1) ставить рядом, приставлять (ἐπόπτας τινάς Dem.; ἐπίτροπόν τινι Diod.; φυλακήν τινι Plut.);
2) устанавливать рядом (πολιτείας ἐναντίας Isocr.).