πολύκαρπος: Difference between revisions
Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.
(6) |
(4) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πολύκαρπος:''' -ον, [[πλούσιος]] σε φρούτα, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ., Αττ. | |lsmtext='''πολύκαρπος:''' -ον, [[πλούσιος]] σε φρούτα, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ., Αττ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πολύκαρπος:''' обильный плодами, плодородный ([[ἀλωή]] Hom.; [[χθών]] Pind.; [[Φρύγες]] Her.; τὰ φυτά Plut.). | |||
}} | }} |
Revision as of 02:36, 1 January 2019
English (LSJ)
ον,
A fruitful, ἀλωή Od.7.122, 24.221; χθών Pi.P.9.7 (Sup.); τὸν π. οἰνάνθας βότρυν E.Ph.230 (lyr.); δένδρον Pl.Ti.86c (Comp.), cf. Hp.Insomn.90, etc.; στέφανος μύρτων Ar.Ra.328, cf. IG3.726; rich in fruit, Φρύγες πολυκαρπότατοι Hdt.5.49; θεοί CIG2175. II πολύκαρπον, τό, = κραταιόγονον, Hp.Mul.1.65, acc. to Gal.19.132; = πολύγονον ἄρρεν, Dsc.4.4.
German (Pape)
[Seite 664] mit od. von vielen Früchten, fruchtbar; ἀλωή, Od. 7, 122. 24, 221; χθονὸς πολυκαρποτάτας, Pind. P. 9, 7; τὸν πολύκαρπον οἰνάνθας βότρυν, Eur. Phoen. 238; Φρύγες πολυκαρπότατοι, Her. 5, 49; πολυκαρπότερον σπέρμα, Plat. Tim. 86 c; Sp., wie Plut.
Greek (Liddell-Scott)
πολύκαρπος: -ον, ὁ ἔχων ἄφθονον καρπόν, εὔφορος, ἀλωὴ Ὀδ. Η. 122, Ω. 221· χθὼν Πινδ. Π. 9. 14· τὸν π. οἰνάνθας βότρυν Εὐρ. Φοίν. 230· στέφανος μύρτων Ἀριστοφ. Βάτρ. 301· Φρύγες πολυκαρπότατοι Ἡρόδ. 5. 49· θεοὶ Συλλ. Ἐπιγρ. 2175. ΙΙ. πολύκαρπον, τό, εἶδος κραταιογόνου (βοτάνης), Ἱππ. 615. 18, Γαλην. Λεξ. σ. 548.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui produit beaucoup de fruits, riche en fruits, très fécond;
Cp. πολυκαρπότερος, Sp. πολυκαρπότατος.
Étymologie: πολύς, καρπός.
English (Autenrieth)
(καρπός): fruitful, Od. 7.122 and Od. 24.221.
English (Slater)
πολῠκαρπος
1 fruitful νιν πολυμήλου καὶ πολυκαρποτάτας θῆκε δέσποιναν χθονὸς (P. 9.7)
Greek Monolingual
-η, -ο / πολύκαρπος, -ον, ΝΜΑ
1. (για φυτό ή τόπο) αυτός που φέρει άφθονους καρπούς, εύκαρπος, εύφορος (α. «πολύκαρπο χωράφι» β. «τόθι νιν πολυμήλου και πολυκαρποτάτας θῆκε δέσποιναν χθονός», Πίνδ.)
2. (για πρόσ.) καρπερός, γόνιμος
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το πολύκαρπον
το φυτό οποπάναξ
αρχ.
1. (για θεό) αυτός που παρέχει άφθονους καρπούς
2. το ουδ. ως ουσ. το πολύκαρπον
είδος φυτού του γένους πολύγονο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + καρπός (Ι) (πρβλ. ολιγό-καρπος)].
Greek Monotonic
πολύκαρπος: -ον, πλούσιος σε φρούτα, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ., Αττ.
Russian (Dvoretsky)
πολύκαρπος: обильный плодами, плодородный (ἀλωή Hom.; χθών Pind.; Φρύγες Her.; τὰ φυτά Plut.).