προσαποδίδωμι: Difference between revisions
Καλῶς ἀκούειν μᾶλλον ἢ πλουτεῖν θέλε → Opulentiae antepone rumorem bonum → Erstrebe anstatt Reichtum lieber guten Ruf
(6) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''προσαποδίδωμι:''' μέλ. -[[δώσω]],<br /><b class="num">I.</b> [[πληρώνω]] ως [[παραπάνω]] [[οφειλή]], σε Δημ.<br /><b class="num">II.</b> προσθέτω [[κάτι]] ως [[συμπλήρωμα]], σε Στράβ. | |lsmtext='''προσαποδίδωμι:''' μέλ. -[[δώσω]],<br /><b class="num">I.</b> [[πληρώνω]] ως [[παραπάνω]] [[οφειλή]], σε Δημ.<br /><b class="num">II.</b> προσθέτω [[κάτι]] ως [[συμπλήρωμα]], σε Στράβ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''προσαποδίδωμι:''' <b class="num">1)</b> сверх того отдавать, уплачивать Dem.;<br /><b class="num">2)</b> добавлять (οὐδὲν [[παρά]] τι Arst.; τὰ λειπόμενα τῷ λόγῳ Plut.);<br /><b class="num">3)</b> приписывать (τὴν αἰσχύνην καὶ βλάβην τινί Plut.);<br /><b class="num">4)</b> med. продавать (τι Diod.). | |||
}} | }} |
Revision as of 02:52, 1 January 2019
English (LSJ)
A pay as a debt besides, ἀργύριον Hyp.Eux.17, cf. IG12.374.104,265, D.41.27 (Pass.); ἂν . . δέῃ κέρματ' ἀποδοῦναι, προσαπέδωκεν Ἀττικά Diph.66.13: metaph., π. αἰσχύνην τοῖς ἐργασαμένοις Plu.2.20b. 2 Med., sell besides, Plb.31.22.4. II add by way of completing, ἐκεῖνο τοῖς εἰρημένοις D.H.Dem.54; αἰτίας, ἀποδείξεις, Ph.1.457,358; τὰ λειπόμενα τῷ λόγῳ π. Plu.2.1100e, cf. Str.12.4.10, J.Ap.1.35; state further, Thphr. CP6.7.2, Demetr. Lac. Herc. 1055.13; add to a remedy, Dsc.1.30, 2.76.9; finish off a bandage, Gal.18(1).771,796, al.
German (Pape)
[Seite 751] noch dazu wiedergeben oder als Schuld abtragen, Dem. 41, 27, im pass., u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
προσαποδίδωμι: πληρώνω ὡς ὀφειλὴν προσέτι, Ὑπερείδης ὑπὲρ Εὐξενίππου, ΙΙΙ, 17, Blass, Δημ. 1036. 13· ἂν δ’ αὐτὸν δέῃ κέρματ’ ἀποδοῦναι, προσαπέδωκεν Ἀττικὰ Δίφιλος ἐν «Πολυπράγμονι» 1. 13· μεταφορ., π. αἰσχύνην τινὶ Πλούτ. 2. 20Β. ― Μέσ., πωλῶ προσέτι, τι Διοδ. Ἐκλογ. 585. 9. ΙΙ. προσθέτω τι εἴς τι ὡς συμπλήρωμα, ἐκεῖνο τοῖς εἰρημένοις Διον. Ἁλ. π. Δημ. 54· τὰ λειπόμενα τῷ λόγῳ πρ. Πλούτ. 2. 1100Ε, πρβλ. Στράβ. 566.
French (Bailly abrégé)
f. προσαποδώσω, ao. προσαπέδωκα, etc.
1 rendre ou acquitter en outre;
2 ajouter comme complément : τί τινι une ch. à une autre.
Étymologie: πρός, ἀποδίδωμι.
Greek Monolingual
Α ἀποδίδωμι
1. καταβάλλω κάτι ακόμη για να εξοφλήσω ένα χρέος
2. προσθέτω κάτι ως συμπλήρωμα σε κάτι άλλο
3. προσθέτω σε φάρμακο
4. βεβαιώνω ακόμη περισσότερο
5. (σχετικά με επίδεσμο) αποπερατώνω, αποτελειώνω
6. μέσ. προσαποδίδομαι
πουλώ κάτι ακόμη.
Greek Monotonic
προσαποδίδωμι: μέλ. -δώσω,
I. πληρώνω ως παραπάνω οφειλή, σε Δημ.
II. προσθέτω κάτι ως συμπλήρωμα, σε Στράβ.
Russian (Dvoretsky)
προσαποδίδωμι: 1) сверх того отдавать, уплачивать Dem.;
2) добавлять (οὐδὲν παρά τι Arst.; τὰ λειπόμενα τῷ λόγῳ Plut.);
3) приписывать (τὴν αἰσχύνην καὶ βλάβην τινί Plut.);
4) med. продавать (τι Diod.).