προσερείδω: Difference between revisions
Λύπης ἰατρός ἐστιν ἀνθρώποις λόγος → Maeroris unica medicina oratio → für Menschen ist der Trauer Arzt allein das Wort
(6) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''προσερείδω:''' μέλ. <i>-σω</i>,<br /><b class="num">I.</b> ωθώ [[εναντίον]], σε Πολύβ., Πλούτ.<br /><b class="num">II.</b> αμτβ., [[πιέζω]] [[εναντίον]], σε Πολύβ. | |lsmtext='''προσερείδω:''' μέλ. <i>-σω</i>,<br /><b class="num">I.</b> ωθώ [[εναντίον]], σε Πολύβ., Πλούτ.<br /><b class="num">II.</b> αμτβ., [[πιέζω]] [[εναντίον]], σε Πολύβ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''προσερείδω:''' (part. pf. pass. προσερηρεισμένος)<br /><b class="num">1)</b> упирать, прислонять, приставлять (κλίμακας τείχει Polyb.): [[ξύλον]] προσερηρεισμένον Arst. деревянная распорка; π. ταῖς χερσὶ πρὸς τὰ νῶτά τινος Polyb. упираться руками в чью-л. спину; τῷ δεξιῷ ὤμῳ π. τι Plut. взвалить на правое плечо что-л.; Ὠκεανῷ π. Μακεδονίαν Plut. придвинуть границы Македонии к Океану;<br /><b class="num">2)</b> напирать, теснить (παντὶ τῷ στρατεύματι πρὸς Ἀκράγαντα Plut.): [[πανταχόθεν]] προσηρεικότες πολέμιοι Polyb. отовсюду наседавшие враги;<br /><b class="num">3)</b> с силой ударять, поражать, вонзать (τὰς λόγχας πρός τι Polyb.; τὰς σαρίσσας τοῖς θυρεοῖς Plut.);<br /><b class="num">4)</b> укреплять, помещать (τὸ [[ἰσχίον]] εἰς [[μέσον]] Arst.);<br /><b class="num">5)</b> прислоняться, жаться (τοίχοις καὶ ὀρόφοις [[ὥσπερ]] αἱ χελιδόνες Plut.). | |||
}} | }} |
Revision as of 03:04, 1 January 2019
English (LSJ)
pf.
A προσήρεικα Plb.1.11.10, προσερήρεικα Plu.Aem. 19: pf. part. Pass. προσερηρεισμένος Hp.Art.78, Arist.Mech.853a35: —plant or set firmly against, κλίμακας τείχει Plb.4.19.3, cf. 5.60.8, Plu.Arat.7; πηλὸν τοίχοις Id.2.983b; ἡ φύσις τὸ ἰσχίον εἰς μέσον προσήρεισεν fixed it firmly, Arist.PA695a11; Ὠκεανῷ π. Μακεδονίαν make it bounded by the O., Plu.2.332a; τὸ βλέμμα π. τινί Hld.1.21:—Pass., of a bandage, Gal.14.793. 2 thrust violently against, τὰς λόγχας πρός τι Plb.15.33.4; τὰς σαρίσσας τοῖς θυρεοῖς Plu.Aem. 19; τῷ τόπῳ ξύλον POxy.69.3 (ii A.D.); give additional force, Ascl. Tact.7.4. II Med., lean upon, τοῖς γόνασι τὴν κεφαλήν J.AJ8.13.6. III intr., fix itself, πρὸ τοῦ τὴν ἐπιδορατίδα πρός τι προσερεῖσαι Plb.6.25.5; press against, Ph.Bel.67.31; π. ταῖς χερσὶ πρὸς τὰ νῶτά τινος Plb.13.7.10; besiege, παντὶ τῷ στρατεύματι πρὸς Ακράγαντα Id.1.17.8, cf. 1.11.10.
German (Pape)
[Seite 762] dagegen anstämmen, anlehnen, τινί τι, z. B. κλίμακας τείχει, Pol. 4, 19, 3, u. öfter; mit Gewalt, Heftigkeit wogegen stoßen, δόρατα, λόγχας u. dgl., 15, 33, 4. 6, 25, 5; auch intrans., παντὶ τῷ στρατεύματι πρὸς τὴν πόλιν προσήρεισαν, 1, 17, 8; πανταχόθεν προσηρεικότες, 1, 10, 11; προσερηρεικώς u. προσερηρεισμένος, Plut. Aem. Paul. 19 Philop. 12.
Greek (Liddell-Scott)
προσερείδω: μέλλ. -σω, μετοχ. παθ. πρκμ. προσερηρεισμένος Ἱππ. π. Ἄρθρ. 838, Ἀριστ. Μηχαν. 18, 1. Ἐρείδω, στηρίζω τι ἐπί τινος, ἀκκουμβῶ τι ἐπάνω εἴς τι, κλίμακας τείχει Πολύβ. 4. 19, 3, πρβλ. 5. 60, 8, Πλουτ. Ἄρατ. 7· πρ. τινὰ ταῖς χερσὶ πρὸς τὰ νῶτά τινος Πολύβ. 13. 7, 10· ἡ φύσις τὸ ἰσχίον εἰς μέσον προσήρεισεν Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 12, 32· Ὠκεανῷ προσερεῖσαι Μακεδονίαν, καταστῆσαι αὐτὴν οὕτω μεγάλην ὥστε νὰ ἔχῃ ὅρια τὸν Ὠκεανόν, Πλούτ. 2. 322Α· τὸ βλέμμα πρ. τινὶ Ἡλιόδ. 1. 21. 2) ὠθῶ μεθ’ ὁρμῆς κατά τινος, τὰ δόρατα, τὰς λόγχας πρός τι Πολύβ. 15. 33, 4., 6. 25, 5· τὰς σαρίσσας τοῖς θυρεοῖς Πλουτ. Αἰμίλ. 19. ΙΙ. ἀμετάβ., στηρίζομαι, ἀκκουμβῶ πρός τι, ὁ αὐτ. 2. 983Β· ― πιέζω, στενοχωρῶ, πολιορκῶ, παντὶ τῷ στρατεύματι πρὸς Ἀκράγαντα Πολύβ. 1. 17, 8, πρβλ. 1. 11, 10.
French (Bailly abrégé)
1 appuyer contre : Ὠκεανῷ προσερείδειν Μακεδονίαν PLUT appuyer la Macédoine contre l’Océan, càd lui faire une barrière ou une limite de l’Océan;
2 pousser violemment (une arme) : πρός τι ou τινί contre qch (un bouclier, etc.).
Étymologie: πρός, ἐρείδω.
Greek Monolingual
ΝΜΑ
ακουμπώ, στηρίζω κάτι επάνω σε κάτι άλλο («προσήρεισαν τὰς κλίμακας ἀσφαλῶς» Πλούτ.)
μσν.-αρχ.
1. σπρώχνω με ορμή κάτι, μπήγω κάτι («τὰς λόγχας προσερείσαντες ἐξεκέντησαν», Πολ.)
2. στερεώνομαι, εφαρμόζομαι στερεά («πρὸ τοῡ γε τὴν ἐπιδορατίδα πρός τι προσερεῑσαι», Πολ.)
3. αποκλείω, πολιορκώ («παντὶ τῷ στρατεύματι πρὸς αὐτὸν Ἀκράγαντα προσήρεισαν», Πολ.)
4. μτφ. προσηλώνω («τὸ βλέμμα τῇ γῇ προσερείσασα», Ηλιόδ.)
5. μτφ. εκτείνομαι, έχω ως όρια («ὠκεανῷ προσερεῑσαι Μακεδονίαν», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ἐρείδω «στηρίζω, προσαρμόζω»].
Greek Monotonic
προσερείδω: μέλ. -σω,
I. ωθώ εναντίον, σε Πολύβ., Πλούτ.
II. αμτβ., πιέζω εναντίον, σε Πολύβ.
Russian (Dvoretsky)
προσερείδω: (part. pf. pass. προσερηρεισμένος)
1) упирать, прислонять, приставлять (κλίμακας τείχει Polyb.): ξύλον προσερηρεισμένον Arst. деревянная распорка; π. ταῖς χερσὶ πρὸς τὰ νῶτά τινος Polyb. упираться руками в чью-л. спину; τῷ δεξιῷ ὤμῳ π. τι Plut. взвалить на правое плечо что-л.; Ὠκεανῷ π. Μακεδονίαν Plut. придвинуть границы Македонии к Океану;
2) напирать, теснить (παντὶ τῷ στρατεύματι πρὸς Ἀκράγαντα Plut.): πανταχόθεν προσηρεικότες πολέμιοι Polyb. отовсюду наседавшие враги;
3) с силой ударять, поражать, вонзать (τὰς λόγχας πρός τι Polyb.; τὰς σαρίσσας τοῖς θυρεοῖς Plut.);
4) укреплять, помещать (τὸ ἰσχίον εἰς μέσον Arst.);
5) прислоняться, жаться (τοίχοις καὶ ὀρόφοις ὥσπερ αἱ χελιδόνες Plut.).