ῥέθος: Difference between revisions

From LSJ

Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master

Source
(6)
(4)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ῥέθος:''' -εος, τό,<br /><b class="num">I.</b> [[μέλος]] του σώματος· στον πληθ., [[μέλη]] σώματος, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II.</b> στον ενικ., [[πρόσωπο]], όψη, [[παρουσιαστικό]], [[έκφραση]] προσώπου, σε Σοφ., Ευρ.
|lsmtext='''ῥέθος:''' -εος, τό,<br /><b class="num">I.</b> [[μέλος]] του σώματος· στον πληθ., [[μέλη]] σώματος, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II.</b> στον ενικ., [[πρόσωπο]], όψη, [[παρουσιαστικό]], [[έκφραση]] προσώπου, σε Σοφ., Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ῥέθος:''' εος τό<br /><b class="num">1)</b> член, pl. тело (ψυχὴ δ᾽ ἐκ ῥεθέων πταμένη Hom.);<br /><b class="num">2)</b> лицо (ῥ. αἱματόεν Soph.): ῥ. ἀελίῳ δεικνύναι Eur. показать солнцу, т. е. открыть (свой) лицо.
}}
}}

Revision as of 03:20, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥέθος Medium diacritics: ῥέθος Low diacritics: ρέθος Capitals: ΡΕΘΟΣ
Transliteration A: rhéthos Transliteration B: rhethos Transliteration C: rethos Beta Code: r(e/qos

English (LSJ)

εος, τό,

   A limb, usu. in pl. ῥέθεα, limbs, ψυχὴ δ' ἐκ ῥεθέων πταμένη Il.16.856; ῥεθέων ἐκ θυμὸν ἕληται 22.68, cf. Theoc.23.39.    II in sg., face, countenance, S.Ant.529 (anap.), E.HF1204 (anap.), Theoc. 29.16: Aeol. in this sense acc. to Eust.1090.27; it occurs in broken context, Sapph.Supp.11.3.    2 body, Lyc.173.

German (Pape)

[Seite 837] τό, bei Hom. dreimal, im genit. plur. ῥεθέων: Iliad. 16, 856 und 22, 362 ψυχὴ δ' ἐκ ῥεθέων πταμένη Ἄιδόσδε βεβήκει, aus den Gliedern, aus dem Leibe; 22, 68 ἐπεί κέ τις ὀξέι χαλκῷ τύψας ἠὲ βαλὼν ῥεθέων ἐκ θυμὸν ἕληται; Scholl. Aristonic. 16, 856 ἡ διπλῆ, ὅτι πάντα τὰ μέλη ῥέθη Ὅμηρος προσαγορεύει, οἱ δὲ Αἰολεῖς μόνον τὸ πρόσωπον, id. zu 22, 68 καὶ ὅτι ῥέθη πάντα τὰ μέλη, οἱ δὲ Αἰολεῖς τὸ πρόσωπον. Dies verwendete nämlich Aristarch für seinen Beweis, Homer sei kein Aeoler gewesen, s. die Recension von Lauers Gesch. der homer. Poesie in Jahns Jahrbb. 1853 Bd 67 Hft 3 S. 259. – Soph. Ant. 529 ῥέθος das Antlitz; Eur. Herc. F. 1204 ῥέθος das Antlitz; Theocr. 29, 16 ῥέθος das Antlitz; id. 23, 39 ἀμφίθες ἐκ ῥεθέων σῶν εἵματα καὶ κρύψον με, von deinem Leibe; Mosch. 4, 3 ἐπὶ ῥεθέεσσι, im Antlitz; Apoll. Rh. 2, 68 ἀνασχόμενοι ῥεθέων προπάροιθε βαρείας χεῖρας, die Antlitze; Lycophr. 173 ῥέθει, Leib. – Ableitung unbekannt.

Greek (Liddell-Scott)

ῥέθος: -εος, τό, μέλος τοῦ σώματος, ἐν τῷ πληθ., τὰ μέλη τοῦ σώματος, ψυχὴ δ’ ἐκ ῥεθέων πταμένη Ἰλ. Π. 856, Χ. 362· ῥεθέων ἐκ θυμὸν ἑλέσθαι Χ. 68· πρβλ. Θεόκρ. 23· 39. ΙΙ. ἐν τῷ ἑνικῷ, τὸ πρόσωπον, Σοφ. Ἀντ. 529, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1204. 2) τὸ σῶμα, Λυκόφρ. 73.

French (Bailly abrégé)

ion. -εος, att. -ους (τό) :
1 τὰ ῥέθη membre;
2 p. ext. visage, air, aspect.
Étymologie: DELG pas d’étym. en vue.

English (Autenrieth)

εος: pl., limbs. (Il.)

Greek Monolingual

-εος, τὸ, Α
1. το πρόσωποῥέθος ἀελίω δεῑξον», Ευρ.)
2. το σώμα
3. πληθ. τὰ ῥέθη
τα μέλη του σώματος («ψυχὴ δ' ἐκ ῥεθέων πταμένη», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η λ. ῥέθος απαντά αρχικά στην αιολ. λυρική ποίηση με τη σημ. «πρόσωπο» και με αυτήν τη σημ. χρησιμοποιήθηκε και στην τραγική ποίηση, αλλά και στο ομηρικό κείμενο στους στ. Π 856 και Χ 362. Η χρήση, όμως, του τ. ῥεθος στον στ. Χ 68 ἐπεὶ κέ τις ὀξέι χαλκῷ τύψας ἠέ βαλὼν ῥεθέων ἐκ θυμὸν ἕληται οδήγησε ορισμένους μελετητές στην υπόθεση ότι ο τ. ῥέθεα έχει τη σημ. «μέλη του σώματος». Ωστόσο, το χωρίο αυτό είναι γραμμένο από κάποιον πολύ μεταγενέστερο ραψωδό, ο οποίος, μη γνωρίζοντας τη σημ. της αιολ. αυτής λ., τήν θεώρησε ως συνώνυμη της λ. μέλος. Η σύγχυση αυτή προκλήθηκε λόγω τών ομοιοτήτων που παρουσίαζαν οι στίχοι: ὦκα δὲ θυμὸς ᾤχετ' ἀπὸ μελέων (Ν 671) και ψυχή δ' ἐκ ῥεθέων πταμένη Ἄϊδόσδε βεβήκει (Π 85β), όπου η λ. θυμός αντιστοιχεί με τη λ. ψυχή, οπότε και ο τ. ῥεθέων θεωρήθηκε ισοδύναμος προς το μελέων. Τέλος, οι συνδέσεις της λ. ῥέθος με το αρχ. ινδ. vardhati «μεγαλώνω, αυξάνομαι» ή με τους τ. ῥίς και ῥέω δεν θεωρούνται πιθανές].

Greek Monotonic

ῥέθος: -εος, τό,
I. μέλος του σώματος· στον πληθ., μέλη σώματος, σε Ομήρ. Ιλ.
II. στον ενικ., πρόσωπο, όψη, παρουσιαστικό, έκφραση προσώπου, σε Σοφ., Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ῥέθος: εος τό
1) член, pl. тело (ψυχὴ δ᾽ ἐκ ῥεθέων πταμένη Hom.);
2) лицо (ῥ. αἱματόεν Soph.): ῥ. ἀελίῳ δεικνύναι Eur. показать солнцу, т. е. открыть (свой) лицо.