σίμβλος: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἀθεεὶ ὅδ᾽ ἀνὴρ Ὀδυσήϊον ἐς δόμον ἵκει → this man does not come to the Odyssean palace without the will of the gods

Source
(6)
(4)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σίμβλος:''' ὁ,<br /><b class="num">1.</b> [[κυψέλη]] [[μελισσών]], σε Ησίοδ., Θεόκρ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., [[οποιοσδήποτε]] [[αποθηκευτικός]] [[χώρος]] ή [[σωρεία]], [[σωρός]], [[θησαυρός]], [[απόθεμα]], σε Αριστοφ.
|lsmtext='''σίμβλος:''' ὁ,<br /><b class="num">1.</b> [[κυψέλη]] [[μελισσών]], σε Ησίοδ., Θεόκρ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., [[οποιοσδήποτε]] [[αποθηκευτικός]] [[χώρος]] ή [[σωρεία]], [[σωρός]], [[θησαυρός]], [[απόθεμα]], σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''σίμβλος:''' ὁ<b class="num">1)</b> пчелиный улей Hes., Arst.;<br /><b class="num">2)</b> куча, множество (χρημάτων Arph.).
}}
}}

Revision as of 03:44, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σίμβλος Medium diacritics: σίμβλος Low diacritics: σίμβλος Capitals: ΣΙΜΒΛΟΣ
Transliteration A: símblos Transliteration B: simblos Transliteration C: simvlos Beta Code: si/mblos

English (LSJ)

ὁ,

   A beehive, Hes.Th.598, Arist.HA627a6, Theoc.19.2, A.R.2.132.    2 metaph., any store or hoard, σ. χρημάτων Ar. V.241:—later σίμβλ-ον, τό, pl. σίμβλα, Opp.C.1.128, Alciphr.3.23 (v.l. -ους).

German (Pape)

[Seite 882] ὁ, 1) Bienenstock, Bienenkorb; Hes. Th. 598; vgl. Schol. zu Ar. a. r. O.; Arist. H. A. 9, 40; Ap. Rh. 2, 132; Opp. Cyn. 4, 271; Strat. 88 (XII, 249) u. A. (Von den Alten Schol. Theocr. 7, 80, als Zusammenziehung au, σιμόβολον detrachtet, vgl. σιμός; richtiger wohl von μέλι, βλίττω). – 2) übertr., Vorrathskammer, Speicher, χρημάτων, Ar. Vesp. 241.

Greek (Liddell-Scott)

σίμβλος: ὁ, κυψέλη μελισσῶν, «κρηνίον», Ἡσ. Θ. 598, Θεόκρ. 19. 2, Ἁπολλ. Ρόδ. Β. 132, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 49. 2) μεταφορ., ταμεῖον, ἀποθήκη, σ. χρημάτων Ἀριστοφ. Σφ. 241· πρβλ. Λατ. favissae ἀντὶ thesaurus· ― μεταγεν. σίμβλον, τό, Εὐμάθ. 237, 381· πληθ. σίμβλα, Ὀππ. Κυν. 1. 128, Ἀλκίφρ. 3. 23, Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
1 ruche;
2 p. ext. lieu d’approvisionnement ; provision, abondance.
Étymologie: DELG étym. obscure.

Greek Monolingual

ὁ, και σίμβλον, τὸ, Α
1. η κυψέλη, το κοφίνι του μελισσιού (α. «ἐπηρεφέας κατὰ σίμβλους», Ησίοδ.
β. «διὸ καὶ εἰς σίμβλου τότε ἐξαιρετέον τὸν κηρόν», Αριστοτ.)
2. φρ. «σίμβλος χρημάτων»
μτφ. χρηματικά αποθέματα, κομπόδεμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά την επικρατέστερη άποψη, η λ. σίμβλος ανήκει στο προελλ. γλωσσικό υπόστρωμα και αποτελεί πιθ. πελασγικό τ.].

Greek Monotonic

σίμβλος: ὁ,
1. κυψέλη μελισσών, σε Ησίοδ., Θεόκρ.
2. μεταφ., οποιοσδήποτε αποθηκευτικός χώρος ή σωρεία, σωρός, θησαυρός, απόθεμα, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

σίμβλος:1) пчелиный улей Hes., Arst.;
2) куча, множество (χρημάτων Arph.).