σπογγώδης: Difference between revisions
Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart
(nl) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=σπογγώδης -ες [σπόγγος] sponsachtig. | |elnltext=σπογγώδης -ες [σπόγγος] sponsachtig. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''σπογγώδης:''' губчатый, ноздреватый (τὸ [[σῶμα]] Plut.). | |||
}} | }} |
Revision as of 03:45, 1 January 2019
English (LSJ)
ες,= σπογγοειδής, Hp.Gland.1, Arist.Pr.875b22, Dsc. 5.118.
German (Pape)
[Seite 923] ες, = σπογγοειδής, Plut.
Greek (Liddell-Scott)
σπογγώδης: -ες, = σπογγοειδής, Ἱππ. 270. 30, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
-ες / σπογγώδης, -ῶδες, ΝΜΑ, και σφογγώδης Α σπόγγος / σφόγγος]
αυτός που μοιάζει με σπόγγο ως προς τη σύσταση, απορροφητικός σαν σπόγγος, σπογγοειδής, πορώδης
νεοελλ.
1. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα σπογγώδη
οι σπόγγοι, το φύλο τών σπόγγων
2. φρ. α) «σπογγώδης ουσία»
ανατ. μορφή οστίτη ιστού που αποτελείται από διακλαδιζόμενες δοκίδες οι οποίες σχηματίζουν πλέγμα, στα διάκενα του οποίου βρίσκεται μυελός τών οστών
β) «σπογγώδες μέταλλο»
χημ. μάζα πορώδους μετάλλου ή μετάλλου σε κατάσταση λεπτού διαμερισμού που προκύπτει με κατάλληλες διαδικασίες και χρησιμοποιείται κυρίως ως καταλύτης σε πάρα πολλές χημικές αντιδράσεις
γ) «σπογγώδης εγκεφαλοπάθεια τών βοοειδών»
(κτην.-ιατρ.) νέα μεταδοτική ζωονόσος, που επισημάνθηκε για πρώτη φορά το 1986 στα βοοειδή της Μεγάλης Βρετανίας, με συμπτώματα που προσβάλλουν το νευρικό σύστημα, κν. αρρώστια της τρελής αγελάδας.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σπογγώδης -ες [σπόγγος] sponsachtig.
Russian (Dvoretsky)
σπογγώδης: губчатый, ноздреватый (τὸ σῶμα Plut.).