ὑπόμνησις: Difference between revisions
Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau
(6) |
(4b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὑπόμνησις:''' -εως, ἡ,<br /><b class="num">1.</b> [[ενθύμηση]], σε Θουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[μνεία]], [[λόγος]] για ένα [[πράγμα]], <i>ὑπόμνησιν ποιεῖσθαί τινος</i>, κάνω [[μνεία]] ενός πράγματος, στον ίδ.· [[ὑπόμνησις]] κακῶν, [[διήγηση]] συμφορών, σε Ευρ. | |lsmtext='''ὑπόμνησις:''' -εως, ἡ,<br /><b class="num">1.</b> [[ενθύμηση]], σε Θουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[μνεία]], [[λόγος]] για ένα [[πράγμα]], <i>ὑπόμνησιν ποιεῖσθαί τινος</i>, κάνω [[μνεία]] ενός πράγματος, στον ίδ.· [[ὑπόμνησις]] κακῶν, [[διήγηση]] συμφορών, σε Ευρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὑπόμνησις:''' εως ἡ<b class="num">1)</b> воспоминание (τινος Thuc., Plat.): οὐ μνήμης, ἀλλ᾽ ὑπομνήσεως [[φάρμακον]] Plat. средство не для запоминания, а для припоминания;<br /><b class="num">2)</b> память: τὴν ὑπόμνησίν τινος ἔχειν Xen. помнить о чем-л.;<br /><b class="num">3)</b> напоминание (τινος Eur.): ὑπόμνησίν τινος ποιεῖσθαι Thuc. напоминать о чем-л. | |||
}} | }} |
Revision as of 05:36, 1 January 2019
English (LSJ)
εως, ἡ,
A reminding, Th.4.17,95; ἐπιστολὴ ὑπομνήσεως τῶν ἔργων PGiss.67.3 (ii A. D.); so Pl. calls the art of writing οὐ μνήμης ἀλλ' ὑπομνήσεως φάρμακον Phdr.275a; τινων of things, Id.Lg.732d (pl.); ὑπόμνησίν τινος ἔχειν to be able to suggest a thing, X.Cyr.3.3.38; αἰωνία ὑ. CIG(add.) 2809b (Aphrodisias); ὅσον ὑπομνήσεως ἕνεκα εἰρήσεται Gal.15.221. 2 mention, ὑ. ποιεῖσθαί τινος to make mention of a thing, Th.2.88, 3.54, etc.: pl., ποιεῖσθαι τὰς ὑ. Phld.Lib.p.33 O.; ὑ. κακῶν a tale of woe, E.Or.1032. 3 Medic., provocation (cf. ὑπομιμνήσκω 1.2b), τῆς ὀρέξεως Sor.1.106, cf. 100; return, revival of natural functions, Alex.Trall.4.1. b recurrence, relapse, Dsc.Eup.1.26. 4 = ὑπόμνημα 11.5, treatise, Phld. Rh.1.8,32 S.
German (Pape)
[Seite 1226] ἡ, Erinnerung; οὔκουν μνήμης, ἀλλ' ὑπομνήσεως φάρμακον εὗρες Plat. Phaedr. 275 a; ὑπόμνησίν τινος ἔχειν Xen. Cyr. 3, 3,38; Erwähnung, Erzählung, κακῶν Eur. Or. 1030; ὑπόμνησίν τινος ποιεῖσθαι Thuc. 3, 54 u. öfter; Plat. Legg. V, 732 d; Pol. u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπόμνησις: -εως, ἡ, τὸ ὑπομιμνήσκειν τι, Θουκ. 4. 17, 95· οὕτως ὁ Πλάτ. καλεῖ τὴν τέχνην τοῦ γράφειν: οὐ μνήμης ἀλλ’ ὑπομνήσεως φάρμακον ἐν Φαίδρῳ 275A· τινος, περί τινος πράγματος, ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 732D· ὁ δὲ τὴν τούτων ὑπόμνησιν αὐτὸς μόνον ἔχων, δηλ. μόνον δι’ ἑαυτόν, χωρὶς νὰ δύνηται νὰ μεταδώσῃ αὐτὴν εἰς ἄλλους, Ξεν. Κύρ. 3. 3, 38· αἰωνία ὑπ. Συλλ. Ἐπιγρ. (προσθῆκαι) 2809β. 2) τὸ ὑπομιμνήσκειν τι, ὑπ. ποιεῖσθαί τινος, Θουκ. 2. 88., 3. 54, κλπ.· ὑπ. κακῶν, διήγησις δυστυχημάτων, Εὐρ. Ὀρ. 1032.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
1 action de faire ressouvenir : ὑπόμνησίν τινος ἔχειν XÉN avoir le souvenir de qch;
2 mention, récit : ὑπόμνησίν τινος ποιεῖσθαι THC faire mention de qch.
Étymologie: ὑπομιμνῄσκω.
English (Strong)
from ὑπομιμνήσκω; a reminding or (reflexively) recollection: remembrance.
English (Thayer)
ὑπομνήσεως, ἡ (ὑπομιμνῄσκω), from Euripides, Thur., Plato down;
a. transitively (Vulg. commonitio), a reminding (ἐν ὑπομνήσει, by putting you in remembrance, Winer s Grammar, § 61,3b.).
b. intransitive, remembrance: with a genitive of the object R. V. having been reminded of etc.); others adhere to the transitive sense (see Ellicott, Huther, Holtzmann at the passage). Synonym: see ἀνάμνησις, at the end.)
Greek Monotonic
ὑπόμνησις: -εως, ἡ,
1. ενθύμηση, σε Θουκ. κ.λπ.
2. μνεία, λόγος για ένα πράγμα, ὑπόμνησιν ποιεῖσθαί τινος, κάνω μνεία ενός πράγματος, στον ίδ.· ὑπόμνησις κακῶν, διήγηση συμφορών, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ὑπόμνησις: εως ἡ1) воспоминание (τινος Thuc., Plat.): οὐ μνήμης, ἀλλ᾽ ὑπομνήσεως φάρμακον Plat. средство не для запоминания, а для припоминания;
2) память: τὴν ὑπόμνησίν τινος ἔχειν Xen. помнить о чем-л.;
3) напоминание (τινος Eur.): ὑπόμνησίν τινος ποιεῖσθαι Thuc. напоминать о чем-л.