πέκω: Difference between revisions
Δύο γὰρ, ἐπιστήμη τε καὶ δόξα, ὧν τὸ μὲν ἐπίστασθαι ποιέει, τὸ δὲ ἀγνοεῖν → Two different things are science and belief: the one brings knowledge, the other ignorance
(3b) |
(nl) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''πέκω:''' (aor. pass. [[ἐπέχθην]])<br /><b class="num">1)</b> чесать, расчесывать (εἴρια Hom.; καλὰς ἐθείρας Anth.): χαίτας πεξαμένη Hom. расчесав свои волосы;<br /><b class="num">2)</b> стричь (τὰν [[οἶν]] Theocr.). | |elrutext='''πέκω:''' (aor. pass. [[ἐπέχθην]])<br /><b class="num">1)</b> чесать, расчесывать (εἴρια Hom.; καλὰς ἐθείρας Anth.): χαίτας πεξαμένη Hom. расчесав свои волосы;<br /><b class="num">2)</b> стричь (τὰν [[οἶν]] Theocr.). | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=πέκω, ep. πείκω [~ πόκος] imperat. praes. πείκετε, inf. πείκειν kammen, kaarden. scheren:. ὄϊς πείκειν schapen scheren Hes. Op. 775. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:44, 1 January 2019
English (LSJ)
Ep. 2pl. pres. imper. πείκετε Od.18.316 (metri gr.), but also inf. πείκειν (v. infr.) : aor.
A ἔπεξα AP6.279 (Euph.) :—Med., aor. ἐπεξάμην Il.14.176 :—Pass., aor. ἐπέχθην Ar.Nu.1356 :—comb, εἴρια π. card it, Od.18.316 ; ἔπεξε καλὰς Εὔδοξος ἐθείρας APl. c. :— Med., χαίτας πεξαμένη when she had combed her hair, Il.14.176. 2 shear, ὄϊς πείκειν Hes.Op.775, cf. Theoc.5.98, Ael.NA1.38 :—Med., πόκοις πέξασθαι have their wool shorn, Theoc.28.13 ; ἐπέξαθ' ὁ Κριός Simon.13(cf.Ar.Nu.1356) :—Pass., Ar.l.c.; πέκεται Eust.531.5. (Cf. Lith. pèšti 'pluck'.)
German (Pape)
[Seite 547] kämmen, χαίτας πεξαμένη, nachdem sie sich die Haare gekämmt hatte, Il. 14, 176; – scheeren, κριὸς ὡς ἐπέχθη, Ar. Nub. 1338; sp. D., wie Theocr. 5, 98; – auch = die Wolle kämmen od. krämpeln, u. allgemeiner, zupfen, rupfen.
Greek (Liddell-Scott)
πέκω: Ἐπικ. πείκω· Δωρικ. μέλλ. πεξῶ Θεόκρ. 5. 98· ἀόρ. ἔπεξα: - Μέσ., ἀόρ. ἐπεξάμην: - Παθ., ἀόρ. ἐπέχθην. (Ἐκ τῆς √ΠΕΚ παράγονται καὶ αἱ λέξεις πεκτέω, πόκος· πρβλ. Λατ. pec-to, pec-ten· Ἀρχ. Γερμαν. fehs (crinis)). Ποιητικ. ῥῆμ., κτενίζω, εἴρια πείκειν, κτενίζω, ξαίνω, Ὀδ. Σ. 316· ἔπεξε καλὰς Εὔδοξος ἐθείρας Ἀνθ. Π. 6. 279· καὶ ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, χαίτας πεξαμένη, ἀφ’ οὗ ἐκτένισε τὴν κόμη της, Ἰλ. Ξ. 176. 2) κείρω, κουρεύω, πείκειν ὄϊς Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 773, πρβλ. Θεόκρ. ἔνθ’ ἀνωτ.· καὶ ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, πόκως πέξασθαι, πόκους κεῖραι, ὁ αὐτ. 28. 13. κριὸς ὡς ἐπέχθη, ἐκάρη Σιμωνίδ. (15) παρ’ Ἀριστοφ. ἐν Νεφ. 1356.
French (Bailly abrégé)
tondre;
Moy. πέκομαι peigner sur soi ; tondre.
Étymologie: R. Πεκ, peigner ; cf. πείκω, πόκος, lat. pecto, pecten.
English (Autenrieth)
imp. πείκετε, mid. aor. part. πεξαμένη: comb or card wool; mid., comb one's own hair, Il. 14.176.
English (Slater)
πέκω ?
1 comb τουτάκι πεξαμένας (Boeckh: -ένης codd.: fort. τε ζαμενας, Boeckh) fr. 320.
Greek Monolingual
και πείκω Α
1. κουρεύω ζώο
2. (μέσ. και παθ.) πέκομαι και πείκομαι
κουρεύομαι
3. φρ. «χαίτην πέκομαι» — χτενίζω την κόμη (Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. πέκω (και πείκω με έκταση για μετρικούς λόγους) ανάγεται σε ΙΕ ρίζα pek-t- «μαδώ, τραβώ μαλλιά» και αντιστοιχεί ακριβώς με λιθουαν. pěšu «αποσπώ, τραβώ». Στην ετεροιωμένη βαθμίδα της ρίζας ανάγεται το ουσ. πόκος, ενώ στη μηδενισμένη βαθμίδα το ουσ. κτείς «χτένα» (< πκτ-έν-α) με σίγηση του –π και οδοντική παρέκταση -τ- (πρβλ. λατ. pecten «χτένα»). Οδοντική παρέκταση παρατηρείται και στον παράλληλο τ. του πέκω, πεκ-τῶ (πρβλ. λατ. pecto). To λατ. pecus, -oris δεν εντάσσεται στην ΙΕ ρίζα του πέκω. Η οικογένεια του πέκω χρησιμοποιείται αφ' ενός με σημ. «κουρεύω», αφ' ετέρου με σημ. «ξαίνω» —απ' όπου η σημ. «χτενίζω»— αρχικά για πρόβατα αλλά και γενικά για μαλλιά].
Greek Monotonic
πέκω: Επικ. πείκω· Δωρ. μέλ. πεξῶ· αόρ. αʹ ἔπεξα — Μέσ., αόρ. αʹ ἐπεξάμην — Παθ., αόρ. αʹ ἐπέχθην·
1. ξαίνω ή ξυστρίζω μαλλί, σε Ομήρ. Οδ. — Μέσ., χαίτας πεξαμένη, χτένισε τα μαλλιά της, σε Ομήρ. Ιλ.
2. κουρεύω πρόβατα, σε Ησίοδ., Θεόκρ. — Μέσ., πόκως πέξασθαι, έχουν κόψει το μαλλί, σε Σιμων. παρ' Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
πέκω: (aor. pass. ἐπέχθην)
1) чесать, расчесывать (εἴρια Hom.; καλὰς ἐθείρας Anth.): χαίτας πεξαμένη Hom. расчесав свои волосы;
2) стричь (τὰν οἶν Theocr.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πέκω, ep. πείκω [~ πόκος] imperat. praes. πείκετε, inf. πείκειν kammen, kaarden. scheren:. ὄϊς πείκειν schapen scheren Hes. Op. 775.