πέλωρ: Difference between revisions

From LSJ

Ἡ βουλὴ καὶ ὁ δῆμος ἐτίμησεν... → The Council and the People honored... (inscription in the Roman city of Aizonai)

Source
(3b)
(nl)
Line 33: Line 33:
{{elru
{{elru
|elrutext='''πέλωρ:''' τό (только nom. и acc. sing.)<br /><b class="num">1)</b> чудовище ([[Σκύλλη]], π. [[κακόν]] Hom.);<br /><b class="num">2)</b> великан, исполин: π. χωλεύων Hom. хромой исполин = [[Ἣφαιστος]].
|elrutext='''πέλωρ:''' τό (только nom. и acc. sing.)<br /><b class="num">1)</b> чудовище ([[Σκύλλη]], π. [[κακόν]] Hom.);<br /><b class="num">2)</b> великан, исполин: π. χωλεύων Hom. хромой исполин = [[Ἣφαιστος]].
}}
{{elnl
|elnltext=πέλωρ, τό [~ τέρας] alleen nom. en acc., monster, gevaarte.
}}
}}

Revision as of 07:44, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πέλωρ Medium diacritics: πέλωρ Low diacritics: πέλωρ Capitals: ΠΕΛΩΡ
Transliteration A: pélōr Transliteration B: pelōr Transliteration C: pelor Beta Code: pe/lwr

English (LSJ)

τό,

   A portent, prodigy, monster, Ep. Noun, only nom. and acc., in early writers always of living beings, mostly in bad sense, as of the Cyclops, π. ἀθεμίστια εἰδώς Od.9.428 ; αὐτὴ δ' αὖτε π. κακόν, of Scylla, 12.87 ; of the serpent Python, h.Ap. 374 ; of a dolphin, π. μέγα τε δεινόν τε ib.401 ; even of Hephaestus, π. αἴητον ἀνέστη χωλεύων Il.18.410 ; later, of things, εὐρυτενὴς ὠγκοῦτο π. μίτος Nonn. D. 24.257.—Cf. πέλωρος.

German (Pape)

[Seite 552] τό (πέλω? vgl. πελώριος), nur im nom. u. accus. sing. gebräuchlich, Ungeheuer, Ungethüm, von allem ungewöhnlich Großen, bes. lebenden Wesen, gew. im schlimmen Sinne; vom Kyklopen, Od. 9, 428; von der Skylla, 12, 87; vom Drachen Python, H. h. Apoll. 374; aber auch bloß zur Bezeichnung der Größe, von einem Delphin, H. h. Ap. 401; vom Hephästus, Il. 18, 410; sp. D., γαίης εἶναι ἔϊκτο πέλωρ τέκος Ap. Rh. 2, 39.

Greek (Liddell-Scott)

πέλωρ: τό, μέγα τι καὶ ὑπερφυές, τέρας, Ἐπικ. ὄνομα ἐν χρήσει μόνον κατ’ ὀνομ. καὶ αἰτ., ἐπὶ ἐμψύχων, κατὰ τὸ πλεῖστον ἐπὶ κακῆς σημασ., ὡς ἐπὶ τῶν Κυκλώπων, πέλωρ ἀθεμίστια εἰδὼς Ὀδ. Ι. 428· αὐτὴ δ’ αὖτε π. κακόν, ἐπὶ τῆς Σκύλλης, Μ. 87· ἐπὶ τοῦ δράκοντος Πύθωνος, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀπολλ· 374· ἐπὶ Δέλφῖνος, π. μέγα τε δεινόν τε αὐτόθι 401· ἔτι δὲ καὶ ἐπὶ τοῦ Ἡφαίστου, π. αἰητὸν ἀνέστη χωλεύων (ἔνθα τὸ π. δέον νὰ θεωρηθῇ ὡς κατὰ παράθεσιν προσδιορ. τοῦ Ἥφαιστος) Ἰλ. Σ. 410· πρβλ. πέλωρον.

French (Bailly abrégé)

(τό) :
seul. nom. et acc. sg.
être prodigieux, prodige, monstre.
Étymologie: DELG apparenté à τέρας, de *kweror.

English (Autenrieth)

monster; the Cyclops, Od. 9.428; Scylla, Od. 12.87; Hephaestus, Il. 18.410.

English (Slater)

πέλωρ
   1 monster ]πελωραβου[ Δ. 4. b. 8.

Greek Monolingual

-ωρος, τὸ, Α
(με κακή σημ.) (κυρίως για τους Κύκλωπες, τη Σκύλλα, τον Πύθωνα, τον Ήφαιστο, καθώς και για δελφίνι) κάθε έμψυχο ή άψυχο που έχει υπερφυσικό μέγεθος και γενικά όχι καλή σωματική διάπλαση, τέρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πέλωρ ανάγεται σε αρχαίο τ. kwerōr- (με ανομοιωτική τροπή του πρώτον -ρ- σε -λ-) και με χειλική αντιπροσώπευση του χειλοϋπερωικού φθόγγου. Στον ίδιο τ. ανάγονται τα αιολ. τέλωρ
πελώριον, μακρόν και τελώριος
μέγας, πελώριος που παραδίδει ο Ησύχιος (πρβλ. πέλομαι και τέλομαι). Στον ίδιο τ., τέλος, θα μπορούσε να αναχθεί η λ. τέρας, με επίθημα -ας (βλ. λ. τέρας)].

Greek Monotonic

πέλωρ: τό, οιωνός, τερατούργημα, τέρας, μόνο στην ονομ. και αιτ., λέγεται για τους Κύκλωπες, σε Ομήρ. Οδ.· λέγεται για τη Σκύλλα, στο ίδ.· αλλά ακόμα και για τον Ήφαιστο, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

πέλωρ: τό (только nom. и acc. sing.)
1) чудовище (Σκύλλη, π. κακόν Hom.);
2) великан, исполин: π. χωλεύων Hom. хромой исполин = Ἣφαιστος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πέλωρ, τό [~ τέρας] alleen nom. en acc., monster, gevaarte.