σκάφιον: Difference between revisions

From LSJ

ἐὰν ᾖ τῳ θανάτου τετιμημένον → if sentence of death has been passed upon one

Source
(4)
(nl)
Line 21: Line 21:
{{elru
{{elru
|elrutext='''σκάφιον:''' (ᾰ) и σκᾰφίον τό [demin. к [[σκάφη]]<br /><b class="num">1)</b> мотыга или заступ Plut.;<br /><b class="num">2)</b> таз, миска Arph.;<br /><b class="num">3)</b> зажигательное стекло (Plut. - v. l. [[σκαφεῖον]]);<br /><b class="num">4)</b> скифская стрижка, т. е. чуб на макушке выбритой головы: σ. ἀποκεκαρμένος или σ. ἀποτετιλμένος Arph. с чубом на бритой голове.
|elrutext='''σκάφιον:''' (ᾰ) и σκᾰφίον τό [demin. к [[σκάφη]]<br /><b class="num">1)</b> мотыга или заступ Plut.;<br /><b class="num">2)</b> таз, миска Arph.;<br /><b class="num">3)</b> зажигательное стекло (Plut. - v. l. [[σκαφεῖον]]);<br /><b class="num">4)</b> скифская стрижка, т. е. чуб на макушке выбритой головы: σ. ἀποκεκαρμένος или σ. ἀποτετιλμένος Arph. с чубом на бритой голове.
}}
{{elnl
|elnltext=σκάφιον -ου, τό [σκάφη] ook geschreven σκαφίον, zie ook σκαφεῖον kom, pot; overdr.. σκάφιον ἀποκεκαρμένην met bloempotkapsel Aristoph. Th. 838. brandspiegel. Plut. Num. 9.13.
}}
}}

Revision as of 08:44, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκάφιον Medium diacritics: σκάφιον Low diacritics: σκάφιον Capitals: ΣΚΑΦΙΟΝ
Transliteration A: skáphion Transliteration B: skaphion Transliteration C: skafion Beta Code: ska/fion

English (LSJ)

[ᾰ] (A) (not σκαφίον), τό, Dim. of σκάφη,

   A small bowl or basin, Thphr.CP4.16.3, PLond.2.402 ii 13 (ii B.C.), PHamb.10.36 (ii A.D.), etc.; used in baths, Lyc. ap. Ath.11.501f; small cup, Phylarch. 44 J., Inscr.Délos 442 B 43, al. (ii B.C.).    2 woman's chamberpot or nightstool, Ar.Th.633, Eup.46.    II a fashion of haircutting (borrowed from the Scythians), in which the hair was cut close off round the head, so as to leave it only on the crown, which then looked like a bowl, σκάφιον ἀποκεκαρμένη Ar.Th.838; σ. ἀποτετιλμένος Id.Av.806: hence,    2 crown of the head, ἵνα μὴ καταγῇς τὸ σ. Id.Fr.604.    b occiput, Ruf.Oss.2.    c name of a bandage for the head, Sor.Fasc.3.    III in pl., = ἰσχία, τά, Poll.2.183.    IV = σκαφεῖον 1, Hp.Fract.8.
σκάφιον [ᾰ] (B), τό, Dim. of σκάφος (B),

   A small boat, Str. 17.1.50, Hld.10.4.

German (Pape)

[Seite 890] τό, dim. von σκάφη, σκάφος (nicht σκαφίον zu accentuiren); – 1) kleine Wanne, kleiner Trog, kleines Gefäß, Schälchen, Näpfchen; Theophr. u. A.; vgl. Ar. σκάφιον Ξένυλλ' ᾔτησεν· οὐ γὰρ ἦν ἀμίς, Thesm. 633, wie bei Iuvenal 6, 262 scaphium ein nachenförmiger Nachttopf für Weiber ist; ein Becher, Ath. IV, 142 d XI, 475 c. – Eine Art Brennspiegel, mit welchem die Vestalinnen das Feuer anzündeten, Plut. Num. 9; – eine Wurfschaufel, πτύον, Schol. Ar. Av. 806. – 2) eine besondere Art, die Haare zu scheeren, wenn man bloß auf dem Wirbel einen Haarschopf stehen ließ und ringsherum Alles kahl wegschor, κουρᾶς γένος, το ἐν χρῷ, Schol. Ar. Av. 806, wo steht κοψίχῳ γε σκάφιον ἀποτετιλμένῳ; vgl. Thesm. 838, αὐτὴν καθῆσθαι σκάφιον ἀποκεκαρμένην, wo der Schol. es für eine Art κουρᾶς δουλικῆς erkl.; Harpocr. führt auch aus Ar. Γῆρας diese Bdtg an; vgl. noch Schol. Luc. Lexiph. 5, wo οὐ κηπίον, ἀλλὰ σκάφιον ἐκεκάρμην steht. – Es wird aber auch für den Wirbel oder den ganzen obern Schädel selbst gebraucht; Poll. 2, 80 sagt, es stehe = κεφαλή bei Ar. – 3) wie σκαφίδιον, ein kleines Grabscheit od. eine kleine Hacke, bes. ein Werkzeug der Athleten zur Uebung im Graben, Plut. Arat. 3; nach Schol. Theocr. 4, 10 = dem attischen ἄμη.

Greek (Liddell-Scott)

σκάφιον: [ᾰ] (οὐχὶ σκαφίον), τό, ὑποκορ. τοῦ σκάφη, μικρὰ σκάφηλεκάνη, Θεοφρ.π. Φυτ. Αἰτ. 4. 16, 3· ἐν χρήσει ἐν τοῖς λουτροῖς, Λυκόφρ. παρ’ Ἀθην. 501Ε, παρ’ Ἡσύχ. ἐν λ. χύτλον· μικρὸν ποτήριον, Ἀθήν. 142D. κτλ. 2) γυναικὸς οὐροδοχεῖον νυκτερινόν, Ἀριστοφ. Θεσμ. 633, πρβλ. Α. Β. 301· οὕτω Λατιν. scaphium παρὰ τῷ Ἰουβεν. 6. 264. 3) κοῖλον κάτοπτρον χρησιμεῦον πρὸς συγκέντρωσιν τῶν ἀκτίνων τοῦ ἡλίου, δι’ οὗ αἱ Ἑστιάδες παρθένοι ἀνῆπτον τὸ πῦρ, Πλουτ. Ἄρατ. 3, καὶ (ἐν τῷ τύπῳ σκαφεῖον) ὁ αὐτ. ἐν Νουμ. 9· πρβλ. ὕαλος. ΙΙ. τρόπος τοῦ κείρειν τὴν κόμην (παραληφθεὶς ἀπὸ τῶν Σκυθῶν), καθ’ ὅν αὕτη ἐκείρετο μέχρι τοῦ δέρματος ὁλόγυρα περὶ τὴν κεφαλήν, οὕ ὡς ὥστε νὰ μένωσι τρίχες ἐξέχουσαι μόνον ἐπὶ τῆς κορυφῆς, ἡ ὁποία οὕτως ἐφαίνετο ὥς τις λεκάνη, σκάφιον ἀποκεκαρμένος, ἔχων κεκαρμένην τὴν κόμην κατὰ τὸν τρόπον τοῦτον, Ἀριστοφ. Θεσμ. 838· σκάφιον ἀποτετιλμένος ὁ αὐτ. ἐν Ὄρν. 806· - ἐντεῦθεν, 2) ἡ κορυφὴ τῆς κεφαλῆς, μὴ καταγῇς τὸ σκάφιον ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 502. ΙΙΙ. ἐν τῷ πληθ. ἰσχία. τά, Πολυδ. Β΄, 183. IV. σκαφεῖον, Ἱππ. Ἀγμ. 757.

Greek Monolingual

τὸ, Α
1. μικρό πλοιάριο («ὁ δὲ πάκτων διὰ σκυταλίδων πεπηγός ἐστι σκάφιον», Στράβ.)
2. μικρή σκάφη, λεκάνη ή αγγείο που χρησιμοποιούσαν στα λουτρά («ἀπὸ τῶν ὀμφαλῶν τῶν ἐν ταῑς γυναικείας πυέλοις, ὅθεν τοῑς σκαφίοις ἀρύουσι», Λυκόφρ.)
3. μικρό ποτήρικάδος καὶ σκαφίον ἀργυροῡν δύο κοτύλας χωροῡν», Φύλαρχ.)
4. σκαφοειδές νυκτερινό ουροδοχείο τών γυναικών
5. σκυθικός τρόπος κουρέματος τών μαλλιών σύμφωνα με τον οποίο ξύριζαν τα μαλλιά κυκλικά γύρω από το κεφάλι και μέχρι το δέρμα, αφήνοντας μόνο λίγες τρίχες στην κορυφή, η οποία έτσι έμοιαζε με λεκάνησκάφιον ἀποκεκαρμένην», Αριστοτ.)
6. η κορυφή του κεφαλιού, το ανώτατο μέρος του κρανίου («ἵνα μὴ καταγῇς τὸ σκάφιον», Αριστοφ.)
7. το πίσω μέρος του κρανίου
8. είδος επιδέσμου του κεφαλιού
9. κοίλο σφαιρικό κάτοπτρο που χρησίμευε για τη συγκέντρωση τών ακτίνων του Ηλίου με το οποίο οι Εστιάδες παρθένες άναβαν τη φωτιά, αλλ. σκαφείον
10. στον πληθ. τὰ σκάφια
τα ισχία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σκαφ- του σκάπτω + υποκορ. κατάλ. -ιον. Η λ. λειτουργεί ως υποκορ. και της λ. σκάφη και της λ. σκάφος.

Russian (Dvoretsky)

σκάφιον: (ᾰ) и σκᾰφίον τό [demin. к σκάφη
1) мотыга или заступ Plut.;
2) таз, миска Arph.;
3) зажигательное стекло (Plut. - v. l. σκαφεῖον);
4) скифская стрижка, т. е. чуб на макушке выбритой головы: σ. ἀποκεκαρμένος или σ. ἀποτετιλμένος Arph. с чубом на бритой голове.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σκάφιον -ου, τό [σκάφη] ook geschreven σκαφίον, zie ook σκαφεῖον kom, pot; overdr.. σκάφιον ἀποκεκαρμένην met bloempotkapsel Aristoph. Th. 838. brandspiegel. Plut. Num. 9.13.