συγκάθημαι: Difference between revisions
(nl) |
m (Text replacement - "(\{\{grml\n.*?\n\}\}\n)\1" to "\1") |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{Thayer | {{Thayer | ||
|txtha=(T WH συνκάθημαι (cf. [[σύν]], II. at the [[end]])); from [[Herodotus]] [[down]]; (the Sept.); "to [[sit]] [[together]]: to [[sit]] [[with]] [[another]]": [[μετά]] τίνος, τίνι, [[with]] [[one]], Acts 26:30. | |txtha=(T WH συνκάθημαι (cf. [[σύν]], II. at the [[end]])); from [[Herodotus]] [[down]]; (the Sept.); "to [[sit]] [[together]]: to [[sit]] [[with]] [[another]]": [[μετά]] τίνος, τίνι, [[with]] [[one]], Acts 26:30. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 13:08, 1 January 2019
English (LSJ)
Ion. συγ-κάτημαι, used as pf. of συγκαθέζομαι,
A sit as assessor with, [τῷ Καίσαρι] Wilcken Chr.14 ii 5 (i A.D.); live in the same quarters, Hdt.3.68; of a number of persons, sit together, E.Ba.811, X.An.5.7.21; esp. of persons sitting to deliberate, sit in conclave, meet in assembly, ἐν τῇ Πυκνὶ . . πρόβατα -ήμενα Ar.V.32; ἐν συνεδρίῳ X.HG2.4.23; περὶ εἰρήνης Th.5.55: abs., Aeschin.3.115. II sink or subside together, settle down, Str.16.4. 16; ἐς γόνυ συγκαθήμενος Luc.Pseudol.20.
German (Pape)
[Seite 963] (s. ἧμαι), zusammen od. mit einander sitzen, ἐν ὄρεσι συγκαθημένας, Eur. Bacch. 809; bes. gemeinschaftlich bei einer Arbeit sitzen, Her. 3, 68; περὶ εἰρήνης, sich versammelt haben, um zu unterhandeln, Thuc. 5, 55; vgl. Xen. An. 5, 7, 21; – zusammensinken, -fallen, sich zugleich senken, Strab. XVI; ἐς γόνυ, Luc. pseudol. 20.
Greek (Liddell-Scott)
συγκάθημαι: κυρίως πρκμ. τοῦ συγκαθέζομαι, κάθημαι πλησίον τινὸς ἢ παραπλεύρως, Ἡρόδ. 3. 68, Εὐρ. Βάκχ. 810 ἐπὶ πολλῶν προσώπων ὁμοῦ καθημένων, Ξεν. Ἀν., 5. 7, 21· μάλιστα ἐπὶ πολλῶν συγκαθημένων ὅπως συσκεφθῶσι περί τινος, συνέρχομαι, συσκέπτομαι, ἐν ἐκκλησιᾳ, συνεδριάζω, ἐν τῇ Πυκνὶ Ἀριστοφ. Σφ. 32· ἐν συνεδρίῳ Ξεν. Ἑλλ. 2. 4, 23· περὶ εἰρήνης Θουκ. 5. 55· ἀπολ., Αἰσχίν. 69. ἐν τέλει. ΙΙ. κοντοκαθίζω, κάθημαι στηριζόμενος ἐπὶ τῶν ποδῶν μου, ἐπὶ ζῴων, κάθημαι ἐπὶ τῶν ὀπισθίων ποδῶν, τελέως δὲ τὰ ὀπίσθια ταπεινότερα τῶν ἐμπροσθίων ἐστὶν ὥστε δοκεῖν συγκαθῆσθαι τῷ οὐραίῳ μέρει (περὶ καμηλοπαρδάλεως), Λατ. considere, Στράβ. 775· ἐς γόνυ συγκαθήμενος Λουκ. Ψευδολογιστ. 20.
French (Bailly abrégé)
seul. prés.
I. 1 être assis avec ou à côté de;
2 siéger ensemble : περὶ εἰρήνης THC pour traiter de la paix;
II. être assis ou affaissé en même temps.
Étymologie: σύν, κάθημαι.
English (Strong)
from σύν and κάθημαι; to seat oneself in company with: sit with.
English (Thayer)
(T WH συνκάθημαι (cf. σύν, II. at the end)); from Herodotus down; (the Sept.); "to sit together: to sit with another": μετά τίνος, τίνι, with one, Acts 26:30.
Greek Monolingual
και ιων. τ. συγκάτημαι Α
1. (για ομάδα προσ.) κάθομαι κοντά σε κάποιον
2. συνεδριάζω («τῇ δ' ὑστεραίᾳ οἱ μὲν τριάκοντα... συνεκάθηντο ἐν τῷ συνεδρίῳ», Ξεν.)
3. (για ζώο) κάθομαι στηριζόμενος στα πίσω πόδια μου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + κάθημαι «κάθομαι, συνεδριάζω»].
Greek Monotonic
συγκάθημαι: κανονικά παρακ. του συγκαθέζομαι, είμαι καθισμένος ή κάθομαι μαζί με ή στο πλάι κάποιου, σε Ηρόδ., Ευρ.· λέγεται για πλήθος προσώπων, κάθομαι μαζί, συσκέπτομαι, συνέρχομαι, συνεδριάζω, σε Αριστοφ., Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
συγκάθημαι: ион. συγκάτημαι
1) рядом или вместе сидеть Her., Xen.;
2) вместе обитать (ἐν ὄρεσι Eur.);
3) заседать, совещаться (ἐν συνεδρίῳ Xen.; περὶ εἰρήνης Thuc.): οἱ Ἀμφικτύονες συνεκάθηντο Aeschin. амфиктионы собрались на заседание;
4) приседать: σ. ἐς γόνυ Luc. опускаться на колени.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συγ-κάθημαι Att. ook ξυγκάθημαι, Ion. συνκάτημαι bijeen zitten (met), met dat.:; αἱ συγκατημέναι γυναῖκες de vrouwen die bij elkaar zaten Hdt. 3.68.5; vaak in vergadering. περὶ εἰρήνης ξυγκαθῆσθαι een vergadering houden over de vrede Thuc. 5.55.1.