συνάγνυμι: Difference between revisions

From LSJ

Ἐφόδιον εἰς τὸ γῆρας αἰεὶ κατατίθου → Bonum senectae compara viaticumWegzehrung für das Alter sorge stets dir vor

Menander, Monostichoi, 154
(nl)
m (Text replacement - "(\{\{grml\n.*?\n\}\}\n)\1" to "\1")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>ao. 3ᵉ sg.</i> [[συνέαξε]] <i>et 3ᵉ pl.</i> [[συνέαξαν]], <i>inf.</i> συνάξαι;<br />mettre en pièces.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἄγνυμι]].
|btext=<i>ao. 3ᵉ sg.</i> [[συνέαξε]] <i>et 3ᵉ pl.</i> [[συνέαξαν]], <i>inf.</i> συνάξαι;<br />mettre en pièces.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἄγνυμι]].
}}
{{grml
|mltxt=Α<br />[[συντρίβω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἄγνυμι]] «[[σπάζω]], [[θρυμματίζω]]»].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 13:14, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνάγνῡμι Medium diacritics: συνάγνυμι Low diacritics: συνάγνυμι Capitals: ΣΥΝΑΓΝΥΜΙ
Transliteration A: synágnymi Transliteration B: synagnymi Transliteration C: synagnymi Beta Code: suna/gnumi

English (LSJ)

aor. συνέαξα (the only tense in use):—

   A break to pieces, shiver, ἔγχεος, ὃ ξυνέαξε Il.13.166; νῆας... τάς οἱ ξυνέαξαν ἄελλαι Od.14.383; ἐλάφοιο τέκνα . . συνέαξε breaks their necks, Il.11.114.

German (Pape)

[Seite 995] (s. ἄγνυμι), zusammenbrechen, zerbrechen; χώσατο ἔγχεος ὃ ξυνέαξε, Il. 13, 166; νῆάς οἱ ξυνέαξαν ἄελλαι, Od. 14, 383; auch λέων ἐλάφοιο τέκνα ῥηϊδίως συνέαξε, II. 11, 114, er zerbrach sie, zerbrach ihnen das Genick; einzeln bei Sp.

Greek (Liddell-Scott)

συνάγνῡμι: ἀόρ. συνέαξα (ὅστις εἶναιμόνος ἐν χρήσει χρόνος)· ― θραύω. συντρίβω ὁμοῦ, συντρίβω εἰς τεμάχια, καταθραύω, ἔγχεος, ὃ ξυνέαξε Ἰλ. Ν. 166· νῆας..., τὰς οἱ ξυνέαξαν ἄελλαι Ὀδ. Ξ. 383· ἐλάφοιο τέκνα... ξυνέαξε, ἔθραυσε τοὺς τραχήλους αὐτῶν, Ἰλ. Λ. 114· ἴδε σὺν ἐν ἀρχῇ.

French (Bailly abrégé)

ao. 3ᵉ sg. συνέαξε et 3ᵉ pl. συνέαξαν, inf. συνάξαι;
mettre en pièces.
Étymologie: σύν, ἄγνυμι.

Greek Monolingual

Α
συντρίβω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἄγνυμι «σπάζω, θρυμματίζω»].

Greek Monotonic

συνάγνῡμι: αόρ. αʹ συνέαξα, συντρίβω μαζί, θραύω, σπάζω σε κομμάτια, λυγίζω, τσακίζω, κατακερματίζω, κατακομματιάζω, σε Όμηρ.

Russian (Dvoretsky)

συνάγνῡμι: (только эп. aor. 1 συνέαξα)
1) ломать, сокрушать (τὸ ἔγχος, τὰς νῆας Hom.);
2) растерзывать (ἐλάφοιο τέκνα Hom.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συνάγνυμι, ook ξυνάγνυμι, in stukken breken, verbrijzelen, vermorzelen.