ἀρατός: Difference between revisions

From LSJ

Γήρως δὲ φαύλου τίς γένοιτ' ἂν ἐκτροπή; → Senectutis non habetur effugium malae → Wie könnte man dem schlimmen Alter wohl entflieh'n?

Menander, Monostichoi, 113
(1b)
m (Text replacement - "(\{\{grml\n.*?)(\n\}\}\n\{\{grml\n\|mltxt=)(.*?\n\}\}\n)" to "\1<br />\3")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο<br />[[αόρατος]], [[άφαντος]] («ἔγιν' ἄρατος» — πήρε δρόμο).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <b>(προστ.)</b> <i>άρατε</i> του (αρχ. ρ.) [[αίρω]], από την εκκλ. φρ. <i>άρατε πύλας</i> ή [[άρατος]] <span style="color: red;"><</span> [[αόρατος]]].
|mltxt=-η, -ο<br />[[αόρατος]], [[άφαντος]] («ἔγιν' ἄρατος» — πήρε δρόμο).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <b>(προστ.)</b> <i>άρατε</i> του (αρχ. ρ.) [[αίρω]], από την εκκλ. φρ. <i>άρατε πύλας</i> ή [[άρατος]] <span style="color: red;"><</span> [[αόρατος]]].<br />[[ἀρατός]], -ή, -όν (Α) [[αρά]]<br /><b>1.</b> [[καταραμένος]], [[επάρατος]]<br /><b>2.</b> αυτός για [[χάρη]] του οποίου εύχεται [[κάποιος]], [[επιθυμητός]].
}}
{{grml
|mltxt=[[ἀρατός]], -ή, -όν (Α) [[αρά]]<br /><b>1.</b> [[καταραμένος]], [[επάρατος]]<br /><b>2.</b> αυτός για [[χάρη]] του οποίου εύχεται [[κάποιος]], [[επιθυμητός]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 14:01, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀρᾱτός Medium diacritics: ἀρατός Low diacritics: αρατός Capitals: ΑΡΑΤΟΣ
Transliteration A: aratós Transliteration B: aratos Transliteration C: aratos Beta Code: a)rato/s

English (LSJ)

Ion. ἀρητός, ή, όν, (ἀράομαι)

   A prayed against, accursed, ἀρητὸς γόος Il.17.37, 24.741; ἀρατὸν ἕλκος S.Ant.972 (lyr.).    II prayed for, desirable, Sapph.Supp.6.3; ἀ. καὶ σωτήριος γνώμη SIG656.17 (Abdera): hence Ἄρητος, Ἀρήτη, as pr.nn., the Prayed-for, Hom.: later Ἄρᾱτος. [ᾱρ Ep., ᾰρ Att.]

German (Pape)

[Seite 344] ion. ἀρητός, gebeten, erwünscht; verflucht, Soph. Ant. 960, Schol. καταράσιμος, Herm. vermuthet ἀρακτός, Hom. Iliad. 17, 37. 24, 741 ἀρητὸν γόον, heillos, v. l. ἄρρητον.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρατός: Ἰων. ἀρητός, ἡ, όν, (ἀράομαι) κατηραμένος, βλαπτικός, κατάρατος, ἀρατόν δὲ τοκεῦσι γόον καὶ πένθος ἔθηκας Ἰλ. Ρ. 37 (ἔνθα τινὲς προτιμῶσι τὴν ἔν τισι χειρόγρ. γραφὴν ἄρρητος)· ὁ Ἡσυχ. ἑρμηνεύει «ἀρητόν· βλαβερόν, πολυχρόνιον». Ἐπὶ τῶν διαφόρων ἑρμηνειῶν ἴδε Spitzn.), Ω. 741· ἀρατόν ἕλκος Σοφ. Ἀντ. 972. ΙΙ. ὁ ὑπὲρ οὗ ηὔξατό τις, ὅθεν Ἄρητος, Ἀρήτη, κύρ. ὄν., (ὡς τὸ Ἐβρ. Σαμουήλ), Ὅμ.: μεταγεν. Ἄρᾱτος [ᾱρ- Ἐπ., ᾰρ- Ἀττ.].

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qu’on doit maudire, maudit.
Étymologie: ἀράομαι.

Spanish (DGE)

-ή, -όν

• Alolema(s): jón. ép. ἀρητός Il.17.37, 24.741; pero ἄρητος Ath.Mitt.27.1902.311.18 (Edesa), Hsch.s.u. Ἄρητος

• Prosodia: [lesb. ᾰρ-; jón.-ép. ᾱρ-]

• Morfología: [ac. fem. lesb. ἀράταν Sapph.17.3]
I en sent. positivo
1 de dioses que atiende a las plegarias, propicio de Hera, Sapph.l.c., epít. de Heracles en Macedonia Ath.Mitt.l.c., Hsch., en boca de Heracles dirigiéndose al rey Tiodamas μέγ' ἀρητέ Call.Fr.24.9.
2 de abstr. propicio, agradable ἀ. καὶ σωτήριος ... γνώμη SIG 656.17 (Abdera II a.C.)
neutr. como adv. de buena gana ἡ δ' ἀρητὸν ἄλης ἀπεπαύσατο λυγρῆς Call.Del.205.
II en sent. neg. que atrae la maldición, de maldición ἀρητὸν δὲ τοκεῦσι γόον ... ἔθηκας has impuesto a los padres el gemido de maldición, Il.17.37, cf. 24.741, ἀρατὸν ἕλκος S.Ant.972, μόρος Q.S.11.120, cf. EM 140.41G., Eust.1093.60.

Greek Monolingual

-η, -ο
αόρατος, άφαντος («ἔγιν' ἄρατος» — πήρε δρόμο).
[ΕΤΥΜΟΛ. < (προστ.) άρατε του (αρχ. ρ.) αίρω, από την εκκλ. φρ. άρατε πύλας ή άρατος < αόρατος].
ἀρατός, -ή, -όν (Α) αρά
1. καταραμένος, επάρατος
2. αυτός για χάρη του οποίου εύχεται κάποιος, επιθυμητός.

Greek Monotonic

ἀρᾱτός: Ιων. ἀρητός, -ή, -όν (ἀράομαι),
I. καταραμένος, επικαράτατος, ολέθριος, σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ.
II. αυτός για τον οποίο ευχήθηκε ή προσευχήθηκε κάποιος· εξού, Ἄρητος, Ἀρήτη (με διαφοροποιημένο τονισμό) ως κύριο όνομα, αυτός για τον οποίον απευθύνθηκαν παρακλήσεις, όπως το Εβραϊκό κύριο όνομα Σαμουήλ, σε Όμηρ. [ᾱρ-, σε Επικ. ᾰρ-, σε Αττ.].

Russian (Dvoretsky)

ἀρᾱτός: эп.-ион. ἀρητός 3 проклятый, страшный (γόος Hom. - v. l. ἄρρητος; ἕλκος Soph. - v. l. ἀραχθέν).