θύσθλα: Difference between revisions
Ὥσπερ αὐτοῦ τοῦ ἡλίου μὴ ὄντος καυστικοῦ, ἀλλ' οὔσης ζωτικῆς καὶ ζωοποιοῦ θέρμης ἐν αὐτῷ καὶ ἀπλήκτου, ὁ ἀὴρ παθητικῶς δέχεται τὸ ἀπ' αὐτοῦ ϕῶς καὶ καυστικῶς· οὕτως οὖν ἁρμονίας οὔσης ἐν αὐτοῖς τινὸς καὶ ἑτέρου εἴδους ϕωνῆς ἡμεῖς παθητικῶς ἀκούομεν → Just as although the Sun itself does not cause burning but has a heat in it that is life-giving, life-engendering, and mild, the air receives light from it by being affected and burned, so also although there is a certain harmony and a different kind of voice in them, we hear it by being affected.
(5) |
(1b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''θύσθλα:''' -ων, τά ([[θύω]] Α), τα σύνεργα του Βάκχου, οι θυρσοί και οι δαυλοί των Βακχίδων, σε Ομήρ. Ιλ. | |lsmtext='''θύσθλα:''' -ων, τά ([[θύω]] Α), τα σύνεργα του Βάκχου, οι θυρσοί και οι δαυλοί των Βακχίδων, σε Ομήρ. Ιλ. | ||
}} | |||
{{etym | |||
|etymtx=Grammatical information: n. pl.<br />Meaning: <b class="b2">the sacred implements of Bacchic orgies</b> (Ζ 134), sec. [[sacrifice]] (Lyc.; through influence of 2. <b class="b3">θύω</b>).<br />Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]<br />Etymology: From <b class="b3">θύσ-θλα</b> with <b class="b3">θλο-</b>suffix (Chantraine Formation 375) to 1. <b class="b3">θῦω</b>, s.v. Not with G. Hoffmann in Hermann Silbenbildung 80 n. 1, Pisani Stud. itfilclass. 11 (1934) 225f., Benveniste Origines 203 to <b class="b3">θύρσος</b>. - The derivation does not seem adequate to me: it would give a much more general meaning, than the very specific one it has. It will be a loan = non-IE word, either Anatolian or Pre-Greek. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:34, 3 January 2019
English (LSJ)
ων, τά, (θύω)
A sacred implements of Bacchic orgies, Il.6.134; θύσθλοις παιομένους Jul.Or.7.209d. II the Bacchic festival itself, Opp.C.1.26: also in sg., Plu.2.501f. III generally, sacrifice, θ. καταίθειν Lyc.459, cf. 720,929, Orph.A.904, etc.
German (Pape)
[Seite 1228] τά (θύω), die heiligen Geräthe zum Bacchusdienst, Thyrsusstäbe, Fackeln u. dgl.; αἱ (die Bacchantinnen) δ' ἅμα πᾶσαι θύσθλα χαμαὶ κατέχευαν Il. 6, 133, Schol. u. Suid. κράδαι βακχικαὶ ἤτοι συκῆς φύλλα; den sing. braucht Plut. animi an corp. aff peior. 4 für Bacchusfeier; vgl. Opp. Cyn. 1, 26. – Uebh. Opfer, Orph. Arg. 907 Lycophr. 459.
Greek (Liddell-Scott)
θύσθλα: -ων, τά, (θύω) τὰ κατὰ τὰς Βακχικὰς τελετὰς χρησιμεύοντα πράγματα, ὡς π.χ. οἱ θύρσοι, οἱ πυρσοί, κτλ., τὰ ὁποῖα ἔφερον αἱ μαινομένοιο Διωνύσοιο τιθῆναι Ἰλ. Ζ. 134. ΙΙ. αὐτὴ ἡ Βακχικὴ τελετή, Ὀππ. Κυν. 1. 26· ― ὡσαύτως καθ’ ἑνικ., Πλούτ. 2. 501Ε. ΙΙΙ. καθόλου, πᾶσα θυσία, θ. καταίθειν Λυκόφρ. 459, πρβλ. 720, 929, Ὀρφ. Ἀργ. 907, κτλ.
English (Autenrieth)
(θύω), pl.: the thyrsi, wands and other sacred implements used in the worship of Dionȳsus, Il. 6.134†. (See cuts.)
Greek Monolingual
θύσθλα, τὰ (Α)
1. τα ιερά σκεύη τα οποία χρησιμοποιούσαν στις βακχικές πομπές
2. συνεκδ. η βακχική τελετή, η βακχική πομπή
2. θυσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θυρσ-θλα με απλοποίηση του συμφωνικού συμπλέγματος < θύρσος + -θλον. Κατέληξε να σημαίνει «θυσία» λόγω παρετυμολογικής συνδέσεως του με το θύω (I). Αστήρικτη η σύνδεση του με το θύω (ΙΙ)].
Greek Monotonic
θύσθλα: -ων, τά (θύω Α), τα σύνεργα του Βάκχου, οι θυρσοί και οι δαυλοί των Βακχίδων, σε Ομήρ. Ιλ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: n. pl.
Meaning: the sacred implements of Bacchic orgies (Ζ 134), sec. sacrifice (Lyc.; through influence of 2. θύω).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: From θύσ-θλα with θλο-suffix (Chantraine Formation 375) to 1. θῦω, s.v. Not with G. Hoffmann in Hermann Silbenbildung 80 n. 1, Pisani Stud. itfilclass. 11 (1934) 225f., Benveniste Origines 203 to θύρσος. - The derivation does not seem adequate to me: it would give a much more general meaning, than the very specific one it has. It will be a loan = non-IE word, either Anatolian or Pre-Greek.