ματτύη: Difference between revisions
ἀναβάντα γὰρ εἰς τὴν ἀκρόπολιν, καὶ διὰ τὴν ὑπερβολὴν τῆς λύπης προσκόψαντα τῷ ζῆν, ἑαυτὸν κατακρημνίσαι → for he ascended the acropolis and then, because he was disgusted with life by reason of his excessive grief, cast himself down the height
(3) |
(2) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ματτύη:''' ἡ мясной салат или рагу (македонское кушанье, подававшееся в конце обеда). | |elrutext='''ματτύη:''' ἡ мясной салат или рагу (македонское кушанье, подававшееся в конце обеда). | ||
}} | |||
{{etym | |||
|etymtx=Grammatical information: f.<br />Meaning: name of a sweet dish, which is made from all kinds of ingredients like minced meet, poultry, aromatic spices, and ascribed to the Thessalians, and also the Macedonians (midd. a. new Com.).<br />Other forms: (<b class="b3">-α</b>) f., also <b class="b3">-ης</b> m.<br />Compounds: As 1. member in <b class="b3">ματτυο-κόπης</b> m. surname (Amm. Marc.), perh. also in <b class="b3">ματτυο-λοιχός</b> (Ar. Nu. 451 a. Hdn. Gr. 1, 231 after Bentley; codd. <b class="b3">ματιο-</b>).<br />Derivatives: <b class="b3">ματτυάζω</b> <b class="b2">prepare a μ.</b> (Alex.).<br />Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]<br />Etymology: Prob. from <b class="b3">*ματτύς</b> (<b class="b3">ἰχθύη</b> : <b class="b3">ἰχθύς</b>, <b class="b3">δελφύα</b> : <b class="b3">δελφύς</b> etc.), which can stay with assimilation for <b class="b3">*μακ-τύς</b> (vgl. Schwyzer 316); so a <b class="b3">τυ-</b>deriv. of <b class="b3">μάσσω</b> (< <b class="b3">*μακ-ι̯ω</b>) [[knead]]; s. Kalén Quaest. gramm. gr. 91ff. (with extensive treatment) with Ath. 14, 663 b. Much less probable is the by K. given alternative as backformation from <b class="b3">*ματτύω</b>, <b class="b3">*ματτύνω</b>, <b class="b3">*μασ(σ)ύνω</b> from <b class="b3">*μάσ(σ)υνος</b>, haplological for <b class="b3">*μασ(σ)ό-συνος</b> from <b class="b3">*μαθι̯οσυνος</b>, to <b class="b3">μασάομαι</b> [[chew]]; cf. the doubts by Kretschmer Glotta 11, 247f. To be rejected Ehrlich KZ 41, 288f. (s. Bq and Kalén l.c.). Nor with Machek Ling. Posn. 5, 66 to Slovak. [[metyja]] <b class="b2">bouillie de millet</b>. -- The a-vocalism and the geminate <b class="b3">ττ</b> might point to a Pre-Greek word. Lat. LW [loanword] [[mattea]]; s. W.-Hofmann s. v. | |||
}} | }} |
Revision as of 04:00, 3 January 2019
English (LSJ)
[ῠ] (not-ύα), ἡ, Nicostr.Com.8, Sophil.4.5, Macho 1; but ματτύης, ου, ὁ, Artem. ap. Ath.14.663d; gender doubtful in Philem. 9,12, Alex.205:—
A a rich, highly-flavoured dish, made of hashed meat, poultry, and herbs, and served cold as a dessert, of Macedonian or Thessalian origin, cf. Poll.6.70 (ματύλλη codd.).—Especially freq. in the New Comedy acc. to Ath.14.662f: but ματτυολοιχός is prob. cj. for ματιολοιχός (q.v.).
Greek (Liddell-Scott)
ματτύη: (οὐχὶ -ύα), ἡ, Νικόστρ. ἐν «Ἀπελαυνομένῳ» 1, Σώφιλ. ἐν «Παρακαταθήκῃ» 1. 5, Μάχων ἐν «Ἀγνοίᾳ» 1· ἀλλὰ ματτύης, ου, ὁ, Ἀρτεμίδ. παρ’ Ἀθην. 663D· (παρὰ Φιλήμ. καὶ τοῖς παρ’ Ἀθηναίῳ μνημονευομένοις ἄλλοις ποιηταῖς, 663F κἑξ., τὸ γένος ἀμφίβολον)· - πολυτελές τι καὶ ὀρεκτικώτατα παρεσκευασμένον λίχνευμα ἐξ ἀρνείου καὶ ἐριφείου κρέατος, ἐκ κιχλῶν, κοσσύφων καὶ ἄλλων ὀρνίθων, παρατιθέμενον μετὰ τὸ δεῖπνον ψυχρόν, Λατ. mattea ἢ mattya, Meineke εἰς Μένανδρ. 861. Ὁ Μάχων, ἔνθ’ ἀνωτ., λέγει ὅτι ἦτο Μακεδονικὸν (ἢ Θεσσαλικὸν) ἔδεσμα καὶ ὅτι ἡ λέξις δεν κατέστη κοινὴ ἐν Ἀθήναις εἰμὴ κατὰ τοὺς χρόνους τῆς νέας κωμῳδίας ὑπὸ τὴν Μακεδονικὴν κυριαρχίαν, πρβλ. Πολυδ. ϛʹ, 70 (ἔνθα ματύλλη). Εἰ οὕτως ἔχει, τότε ἡ τοῦ Bentley εἰκασία ματτυολοιχὸς (ἀντὶ ματιολοιχός), ἐν Ἀριστοφ. Νεφ. 451, δέον να ἐγκαταλειφθῇ, ἴδε Dind. ἐν τόπῳ: ὁ Σχολ. ἑρμηνεύει τὸ μάτιον, ὡς μικρόν τι μέτρον, καὶ τὸ ματιολοιχὸς κρουσιμέτρης· «ματιολοιχός, ἤτοι ὁ κρουσιμέτρης (μάτιον γὰρ εἶδος μέτρου) ἢ ὁ φειδωλός», κτλ.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
sorte de ragoût de volailles et de viandes assaisonnées de plantes diverses, mets d’origine macédonienne.
Étymologie: DELG pê mot macédonien.
Greek Monolingual
ματτύη, ἡ (Α)
νόστιμο φαγητό μακεδονικής και θεσσαλικής προέλευσης που παρασκευαζόταν από κοπανισμένο κρέας πουλερικών, αρνήσιο, κατσικήσιο και από χορταρικά και σερβιριζόταν κρύο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ματτύη θεωρήθηκε λέξη της μακεδονικής διαλέκτου που γενικεύθηκε στην Ελληνική (πρβλ. λατ. mattea-ya). Πιθανόν να πρόκειται για παρ. ενός αμάρτυρου ματτύς (πρβλ. ἰχθύη: ἰχθύς, δελφύα: δελφύς) < μακτύς με αφομοίωση του -κ- προς το -τ-. Στην περίπτωση αυτή η λ. παράγεται από θ. μακ- του μάσσω (βλ. λ. μάσσω). Κατ' άλλη άποψη, τέλος, λιγότερο πιθανή, η λ. ματτύη (< μαθιυᾱ) συνδέεται με το ρ. μασῶ (πρβλ. σλοβακικό metyja «χυλός από κεχρί»)].
Greek Monotonic
ματτύη: ἡ και ματτύης, -ου, ὁ, ένα πιάτο με λιχουδιές, σε Μένανδρ.· βλ. ματιολοιχός.
Russian (Dvoretsky)
ματτύη: ἡ мясной салат или рагу (македонское кушанье, подававшееся в конце обеда).
Frisk Etymological English
Grammatical information: f.
Meaning: name of a sweet dish, which is made from all kinds of ingredients like minced meet, poultry, aromatic spices, and ascribed to the Thessalians, and also the Macedonians (midd. a. new Com.).
Other forms: (-α) f., also -ης m.
Compounds: As 1. member in ματτυο-κόπης m. surname (Amm. Marc.), perh. also in ματτυο-λοιχός (Ar. Nu. 451 a. Hdn. Gr. 1, 231 after Bentley; codd. ματιο-).
Derivatives: ματτυάζω prepare a μ. (Alex.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: Prob. from *ματτύς (ἰχθύη : ἰχθύς, δελφύα : δελφύς etc.), which can stay with assimilation for *μακ-τύς (vgl. Schwyzer 316); so a τυ-deriv. of μάσσω (< *μακ-ι̯ω) knead; s. Kalén Quaest. gramm. gr. 91ff. (with extensive treatment) with Ath. 14, 663 b. Much less probable is the by K. given alternative as backformation from *ματτύω, *ματτύνω, *μασ(σ)ύνω from *μάσ(σ)υνος, haplological for *μασ(σ)ό-συνος from *μαθι̯οσυνος, to μασάομαι chew; cf. the doubts by Kretschmer Glotta 11, 247f. To be rejected Ehrlich KZ 41, 288f. (s. Bq and Kalén l.c.). Nor with Machek Ling. Posn. 5, 66 to Slovak. metyja bouillie de millet. -- The a-vocalism and the geminate ττ might point to a Pre-Greek word. Lat. LW [loanword] mattea; s. W.-Hofmann s. v.