δίοπος: Difference between revisions

From LSJ

διὸ δὴ πᾶς ἀνὴρ σπουδαῖος τῶν ὄντων σπουδαίων πέρι πολλοῦ δεῖ μὴ γράψας ποτὲ ἐν ἀνθρώποις εἰς φθόνον καὶ ἀπορίαν καταβαλεῖ → And this is the reason why every serious man in dealing with really serious subjects carefully avoids writing, lest thereby he may possibly cast them as a prey to the envy and stupidity of the public | Therefore every man of worth, when dealing with matters of worth, will be far from exposing them to ill feeling and misunderstanding among men by committing them to writing

Source
(1b)
m (Text replacement - "———————— " to "<br />")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />ο (AM [[δίοπος]]) [[διέπω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ναυτ.</b> [[κατώτερος]] [[βαθμοφόρος]] του πολεμικού ναυτικού [[αντίστοιχος]] του δεκανέα του στρατού ξηράς<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[κυβερνήτης]]<br /><b>2.</b> [[κυβερνήτης]] πλοίου<br /><b>3.</b> αυτός που επιστατεί στη [[φόρτωση]] πλοίου και επιτηρεί το [[φορτίο]].———————— <b>(II)</b><br />[[δίοπος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει δύο τρύπες («δίοποι αὐλοί»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>δι</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>οπή</i>].
|mltxt=<b>(I)</b><br />ο (AM [[δίοπος]]) [[διέπω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ναυτ.</b> [[κατώτερος]] [[βαθμοφόρος]] του πολεμικού ναυτικού [[αντίστοιχος]] του δεκανέα του στρατού ξηράς<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[κυβερνήτης]]<br /><b>2.</b> [[κυβερνήτης]] πλοίου<br /><b>3.</b> αυτός που επιστατεί στη [[φόρτωση]] πλοίου και επιτηρεί το [[φορτίο]].<br /><b>(II)</b><br />[[δίοπος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει δύο τρύπες («δίοποι αὐλοί»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>δι</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>οπή</i>].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 12:45, 8 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δίοπος Medium diacritics: δίοπος Low diacritics: δίοπος Capitals: ΔΙΟΠΟΣ
Transliteration A: díopos Transliteration B: diopos Transliteration C: diopos Beta Code: di/opos

English (LSJ)

(A) [ῑ], ὁ, (διέπω)

   A ruler, commander, A.Pers.44 (anap.), E. Rh.741 (anap.); θεὸς δ. πάντων Ph.2.369, cf. 1.145.    II captain of a ship, Hp.Epid.7.36, 5.74,EM18.28.
δίοπος (B) [ῐ], ον, (ὀπή)

   A with two holes, φῶτες IG4.1488.46 (Epid.); αὐλοί Ath.4.176f.

German (Pape)

[Seite 634] (διέπω), ὁ, Gebieter, Befehlshaber; βασιλῆς Aesch. Pers. 44; στρατιᾶς Eur. Rhes. 741; in sp. Prosa, καὶ ἐπιστάτης Plut. Rom. 6. Bei Hippocr. = Schiffsaufseher, Supercargo, vgl. Harpocr. u. διοπτεύω. zweilöcherig; αὐλοί Ath. IV, 176 f; vgl. Poll. 4, 77.

Greek (Liddell-Scott)

δίοπος: ὁ, (διέπω) κυβερνήτης, διοικητής, Αἰσχύλ. Πέρσ. 44, Εὐρ. Ρήσ. 741. ΙΙ. ὁ ἐπιτετραμμένος τὴν φόρτωσιν πλοίου καὶ τὴν ἐπιτήρησιν τοῦ φορτίου, ἐπιστάτης κατὰ τὴν φόρτωσιν, φορτωτής, Ἐτυμ. Μ. 278, κτλ.· πρβλ. διοπεύω.

French (Bailly abrégé)

1ου (ὁ) :
surveillant ; chef ; particul. contremaître d’un navire.
Étymologie: διέπω.
2ος, ον :
percé de deux trous (flûte).
Étymologie: δίς, ὁπή.

Spanish (DGE)

-ον
de dos aberturas, αὐλός Ath.176f
de una ventana doble o de dos luces δίοπα φώτα IG 4.1488.46 (Epidauro IV a.C.). < δίοπος διοπτάω > δίοπος, -ου, ὁ
1 jefe, gobernante gener. sin la autoridad máxima, de unos sátrapas βασιλῆς δίοποι A.Pers.44, cf. Fr.232
comandante δίοποι στρατιᾶς E.Rh.741
administrador ἐπιστάται δὲ καὶ δίοποι βασιλικοὶ καὶ ἀγελάρχαι Plu.Rom.6
de la divinidad ὁ δ. καὶ κυβερνήτης τοῦ παντὸς λόγος θεῖος Ph.1.145, cf. 2.369.
2 cierto inspector de un barco c. responsabilidades no determinadas τῷ ἐκ τοῦ μεγάλου πλοίου διόπῳ Hp.Epid.5.74, 7.36, οἱ τῆς νεὼς φύλακες EM α 266, δ.· ναύαρχος· ἐπιστάτης Hsch.
interpr. como διόπτης y en rel. c. la r. de ὄψομαι Hsch., cf. Poll.7.139, Ael.Dion.δ 26, Phot.δ 645.

• Etimología: Comp. de διά y de *sopo- que da lugar a mic. o-pa y a ἕπω q.u.

Greek Monolingual

(I)
ο (AM δίοπος) διέπω
νεοελλ.
ναυτ. κατώτερος βαθμοφόρος του πολεμικού ναυτικού αντίστοιχος του δεκανέα του στρατού ξηράς
αρχ.-μσν.
1. κυβερνήτης
2. κυβερνήτης πλοίου
3. αυτός που επιστατεί στη φόρτωση πλοίου και επιτηρεί το φορτίο.
(II)
δίοπος, -ον (Α)
αυτός που έχει δύο τρύπες («δίοποι αὐλοί»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < δι- + οπή].

Greek Monotonic

δίοπος: ὁ (διέπω), κυβερνήτης, διοικητής, σε Αισχύλ., Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

δίοπος: ὁ осуществляющий надзор, т. е. предводитель, начальник (δίοποι βασιλῆς Aesch. и βασιλικοί Plut.; δίοποι στρατιᾶς Eur.).

Frisk Etymological English

Etymology: From διέπω, s. ἕπω
See also: From διέπω, s. ἕπω