κολιός: Difference between revisions
Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
(3) |
m (Text replacement - "———————— " to "<br />") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />ο (Α [[κολιός]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ζωολ.</b> [[γένος]] κολιόμορφων πτηνών της οικογένειας coliidae<br /><b>αρχ.</b><br />[[είδος]] δρυοκολάπτη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Συνδέεται με τη λ. [[κελεός]] «[[πράσινος]] [[δρυοκολάπτης]]»]. | |mltxt=<b>(I)</b><br />ο (Α [[κολιός]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ζωολ.</b> [[γένος]] κολιόμορφων πτηνών της οικογένειας coliidae<br /><b>αρχ.</b><br />[[είδος]] δρυοκολάπτη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Συνδέεται με τη λ. [[κελεός]] «[[πράσινος]] [[δρυοκολάπτης]]»].<br /><b>(II)</b><br />ο<br /><b>1.</b> το [[ψάρι]] [[σκόμβρος]] ο [[κολίας]]<br /><b>2.</b> <b>παροιμ.</b> α) «[[κάθε]] [[πράμα]] στον καιρό του κι ο [[κολιός]] τον Αύγουστο» — [[καθετί]] [[πρέπει]] να γίνεται στην κατάλληλη [[στιγμή]]<br />β) «[[κολιός]] και [[κολιός]] κι από ένα [[βαρέλι]]» — λέγεται i) για πράγματα ίσης, χαμηλής αξίας<br />ii) για [[συνταύτιση]] πραγμάτων τα οποία εσφαλμένα θεωρούνται ως όμοια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πιθ. <span style="color: red;"><</span> [[κολοιός]], με [[συνίζηση]], [[οπότε]] η ορθότερη γρφ. του τ. θα ήταν με -<i>οι</i>-, ή κατ' άλλους <span style="color: red;"><</span> [[κολίας]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''κολιός:''' ὁ зеленый дятел (разновидность) Arst. | |elrutext='''κολιός:''' ὁ зеленый дятел (разновидность) Arst. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:00, 8 January 2019
English (LSJ)
ὁ,
A green woodpecker, Picus viridis, Arist.HA593a8, al. (vv.ll. κολεός, κελεός).
German (Pape)
[Seite 1473] ὁ, der Grünspecht, Arist. H. A. 9, 2.
Greek (Liddell-Scott)
κολιός: ὁ, εἶδος δρυοκολάπτου, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 3, 8, κ. ἀλλ. (μετὰ διαφ. γραφῶν: κολεός, κελεός· Bekk. κελεός).
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
sorte d’oiseau.
Étymologie: iotacisme p. κολοιός ?
Greek Monolingual
(I)
ο (Α κολιός)
νεοελλ.
ζωολ. γένος κολιόμορφων πτηνών της οικογένειας coliidae
αρχ.
είδος δρυοκολάπτη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Συνδέεται με τη λ. κελεός «πράσινος δρυοκολάπτης»].
(II)
ο
1. το ψάρι σκόμβρος ο κολίας
2. παροιμ. α) «κάθε πράμα στον καιρό του κι ο κολιός τον Αύγουστο» — καθετί πρέπει να γίνεται στην κατάλληλη στιγμή
β) «κολιός και κολιός κι από ένα βαρέλι» — λέγεται i) για πράγματα ίσης, χαμηλής αξίας
ii) για συνταύτιση πραγμάτων τα οποία εσφαλμένα θεωρούνται ως όμοια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < κολοιός, με συνίζηση, οπότε η ορθότερη γρφ. του τ. θα ήταν με -οι-, ή κατ' άλλους < κολίας.
Russian (Dvoretsky)
κολιός: ὁ зеленый дятел (разновидность) Arst.