Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κολιός: Difference between revisions

From LSJ

Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιονὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking

Plutarch, Advice about Keeping Well, section 24
(3)
m (Text replacement - "———————— " to "<br />")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />ο (Α [[κολιός]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ζωολ.</b> [[γένος]] κολιόμορφων πτηνών της οικογένειας coliidae<br /><b>αρχ.</b><br />[[είδος]] δρυοκολάπτη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Συνδέεται με τη λ. [[κελεός]] «[[πράσινος]] [[δρυοκολάπτης]]»].———————— <b>(II)</b><br />ο<br /><b>1.</b> το [[ψάρι]] [[σκόμβρος]] ο [[κολίας]]<br /><b>2.</b> <b>παροιμ.</b> α) «[[κάθε]] [[πράμα]] στον καιρό του κι ο [[κολιός]] τον Αύγουστο» — [[καθετί]] [[πρέπει]] να γίνεται στην κατάλληλη [[στιγμή]]<br />β) «[[κολιός]] και [[κολιός]] κι από ένα [[βαρέλι]]» — λέγεται i) για πράγματα ίσης, χαμηλής αξίας<br />ii) για [[συνταύτιση]] πραγμάτων τα οποία εσφαλμένα θεωρούνται ως όμοια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πιθ. <span style="color: red;"><</span> [[κολοιός]], με [[συνίζηση]], [[οπότε]] η ορθότερη γρφ. του τ. θα ήταν με -<i>οι</i>-, ή κατ' άλλους <span style="color: red;"><</span> [[κολίας]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />ο (Α [[κολιός]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ζωολ.</b> [[γένος]] κολιόμορφων πτηνών της οικογένειας coliidae<br /><b>αρχ.</b><br />[[είδος]] δρυοκολάπτη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Συνδέεται με τη λ. [[κελεός]] «[[πράσινος]] [[δρυοκολάπτης]]»].<br /><b>(II)</b><br />ο<br /><b>1.</b> το [[ψάρι]] [[σκόμβρος]] ο [[κολίας]]<br /><b>2.</b> <b>παροιμ.</b> α) «[[κάθε]] [[πράμα]] στον καιρό του κι ο [[κολιός]] τον Αύγουστο» — [[καθετί]] [[πρέπει]] να γίνεται στην κατάλληλη [[στιγμή]]<br />β) «[[κολιός]] και [[κολιός]] κι από ένα [[βαρέλι]]» — λέγεται i) για πράγματα ίσης, χαμηλής αξίας<br />ii) για [[συνταύτιση]] πραγμάτων τα οποία εσφαλμένα θεωρούνται ως όμοια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πιθ. <span style="color: red;"><</span> [[κολοιός]], με [[συνίζηση]], [[οπότε]] η ορθότερη γρφ. του τ. θα ήταν με -<i>οι</i>-, ή κατ' άλλους <span style="color: red;"><</span> [[κολίας]].
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''κολιός:''' ὁ зеленый дятел (разновидность) Arst.
|elrutext='''κολιός:''' ὁ зеленый дятел (разновидность) Arst.
}}
}}

Revision as of 14:00, 8 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κολιός Medium diacritics: κολιός Low diacritics: κολιός Capitals: ΚΟΛΙΟΣ
Transliteration A: koliós Transliteration B: kolios Transliteration C: kolios Beta Code: kolio/s

English (LSJ)

ὁ,

   A green woodpecker, Picus viridis, Arist.HA593a8, al. (vv.ll. κολεός, κελεός).

German (Pape)

[Seite 1473] ὁ, der Grünspecht, Arist. H. A. 9, 2.

Greek (Liddell-Scott)

κολιός: ὁ, εἶδος δρυοκολάπτου, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 3, 8, κ. ἀλλ. (μετὰ διαφ. γραφῶν: κολεός, κελεός· Bekk. κελεός).

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
sorte d’oiseau.
Étymologie: iotacisme p. κολοιός ?

Greek Monolingual

(I)
ο (Α κολιός)
νεοελλ.
ζωολ. γένος κολιόμορφων πτηνών της οικογένειας coliidae
αρχ.
είδος δρυοκολάπτη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Συνδέεται με τη λ. κελεός «πράσινος δρυοκολάπτης»].
(II)
ο
1. το ψάρι σκόμβρος ο κολίας
2. παροιμ. α) «κάθε πράμα στον καιρό του κι ο κολιός τον Αύγουστο» — καθετί πρέπει να γίνεται στην κατάλληλη στιγμή
β) «κολιός και κολιός κι από ένα βαρέλι» — λέγεται i) για πράγματα ίσης, χαμηλής αξίας
ii) για συνταύτιση πραγμάτων τα οποία εσφαλμένα θεωρούνται ως όμοια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < κολοιός, με συνίζηση, οπότε η ορθότερη γρφ. του τ. θα ήταν με -οι-, ή κατ' άλλους < κολίας.

Russian (Dvoretsky)

κολιός: ὁ зеленый дятел (разновидность) Arst.