ταξιαρχία: Difference between revisions

From LSJ

ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone

Source
(4b)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ταξιαρχία:''' ἡ должность таксиарха Arst.
|elrutext='''ταξιαρχία:''' ἡ должность таксиарха Arst.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />the [[office]] of taxiarch, Arist. [from [[ταξίαρχος]]
}}
}}

Revision as of 12:20, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ταξῐαρχία Medium diacritics: ταξιαρχία Low diacritics: ταξιαρχία Capitals: ΤΑΞΙΑΡΧΙΑ
Transliteration A: taxiarchía Transliteration B: taxiarchia Transliteration C: taksiarchia Beta Code: taciarxi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A office of taxiarch, Arist.Pol.1322b3, Polyaen.3.9.10.    II = τάξις 1.4b, Ascl.Tact.3.4, Arr.Tact.10.9, Ael.Tact.9.10.

German (Pape)

[Seite 1068] ἡ, Amt oder Geschäft des ταξίαρχος, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ταξιαρχία: ἡ, τὸ ἔργον καὶ τὸ ἀξίωμα τοῦ ταξιάρχου, Ἀριστ. Πολιτ. 6. 8, 15, Πολύαιν. 3. 9. 10.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
charge de ταξίαρχος.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ ταξίαρχος
(στην αρχ. Ελλ.) το έργο ή το αξίωμα του ταξιάρχου
νεοελλ.
1. στρ. σχηματισμός μονάδων διαφόρων όπλων και σωμάτων υπό ενιαία διοίκηση, ο οποίος αποτελείται συνήθως από 2 ή 3 συντάγματα πεζικού υποστηριζόμενα από μοίρα ή μοίρες πυροβολικού μάχης, από μονάδες τεθωρακισμένων και μονάδες σωμάτων τεχνικού, εφοδιασμού -μεταφορών, υλικού πολέμου
2. φρ. α) «διεθνείς ταξιαρχίες» — σώματα ξένων εθελοντών που οργανώθηκαν στο Παρίσι από την Κομιντέρν και αγωνίστηκαν στην Ισπανία στο πλευρό τών Δημοκρατικών εναντίον του Φράνκο κατά τη διάρκεια του ισπανικού εμφύλιου πολέμου 1936-1939
β) «Ερυθρές Ταξιαρχίες» — εξτρεμιστική μυστική τρομοκρατική οργάνωση αριστερής απόκλισης που έδρασε κυρίως στην Ιταλία
μσν.-αρχ.
ταξινόμηση αρχών.

Greek Monotonic

ταξιαρχία: ἡ, το έργο και το αξίωμα του ταξίαρχου, σε Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

ταξιαρχία: ἡ должность таксиарха Arst.

Middle Liddell


the office of taxiarch, Arist. [from ταξίαρχος