ἰατρεύω: Difference between revisions

From LSJ

ἔκστασίς τίς ἐστιν ἐν τῇ γενέσει τὸ παρὰ φύσιν τοῦ κατὰ φύσιν → what is contrary to nature is any developmental aberration from what is in accord with nature (Aristotle, On the Heavens 286a19)

Source
(2b)
(1ab)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἰᾱτρεύω:''' (ῑ)<br /><b class="num">1)</b> заниматься врачебным делом, быть врачом: οἱ πρῶτοι ἰατρεῦσαι λεγόμεὸι Plut. слывущие первыми врачами;<br /><b class="num">2)</b> лечить (τὸν νοσοῦντα Plat.; τὴν διάρροιαν Arst.): τὸ ἰατρεύεσθαι Plat., Arst.; прохождение курса лечения; οἱ ἰατρευόμενοι Plat., Arst.; лечащиеся у врача, пациенты.
|elrutext='''ἰᾱτρεύω:''' (ῑ)<br /><b class="num">1)</b> заниматься врачебным делом, быть врачом: οἱ πρῶτοι ἰατρεῦσαι λεγόμεὸι Plut. слывущие первыми врачами;<br /><b class="num">2)</b> лечить (τὸν νοσοῦντα Plat.; τὴν διάρροιαν Arst.): τὸ ἰατρεύεσθαι Plat., Arst.; прохождение курса лечения; οἱ ἰατρευόμενοι Plat., Arst.; лечащиеся у врача, пациенты.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ἰᾱτρεύω, fut. -σω [[ἰατρός]]<br /><b class="num">1.</b> to [[treat]] [[medically]], to [[cure]], Plat.:—Pass. to be under [[medical]] [[care]], Plat.<br /><b class="num">2.</b> absol. to [[practise]] [[medicine]], Arist.
}}
}}

Revision as of 13:25, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰατρεύω Medium diacritics: ἰατρεύω Low diacritics: ιατρεύω Capitals: ΙΑΤΡΕΥΩ
Transliteration A: iatreúō Transliteration B: iatreuō Transliteration C: iatreyo Beta Code: i)atreu/w

English (LSJ)

Ion. pf.

   A ἰήτρευκα Hp.Art.46: (ἰατρός):—treat medically, cure, ἕκαστα Id.Acut.2; οὐδὲν ἰ. τῆς λύπης Phld.Mus.p.69K.; τινα Hp.Art. l.c., Pl.Lg.857d, al.:— Pass., to be under medical care, Id.R.357c, Grg.478bsq., al.; to be cured, IG14.2283 (Bononia).    2 abs., practise medicine, Hp.Art. 72; τίς ὀρθῶς ἰάτρευκεν; Arist.Pol.1281b40.    II metaph., remedy, correct, Id.PA665a8.

German (Pape)

[Seite 1234] ein Arzt sein, heilen; Plat. Conv. 188 c; τὸν νοσοῦντα Legg. IX, 857 d; übertr., τὴν ἄγνοιαν Ath. VI, 256 c. – Med. sich heilen lassen, Plat. Polit. 296 c, τὸ κάμνοντα ἰατρεύεσθαι Rep. II, 357 c, Folgde.

Greek (Liddell-Scott)

ἰᾱτρεύω: (ἰατρὸς) ὡς καὶ νῦν, θεραπεύω, τι Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 383· τινὰ ὁ αὐτ. π. Ἄρθρ. 812, Πλάτ. νόμ. 857D, κ. ἀλλ. ― Παθ., διατελῶ ὑπὸ ἰατρικὴν θεραπείαν, ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 357C, Γοργ. 478Β κἑξ., κ. ἀλλ. 2) ἀπολ., ἐξασκῶ τὸ ἰατρικὸν ἐπάγγελμα, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 834· τὶς ὀρθῶς ἰάτρευκεν; Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 11, 10. ΙΙ. μεταφ., θεραπεύω, διορθώνω, ὁ αὐτ. π. Ζ. Μορ. 3. 3, 15, κ. ἀλλ.

French (Bailly abrégé)

soigner, guérir, acc..
Étymologie: ἰατρός.

Greek Monolingual

(ΑΜ ἰατρεύω) ιατρός
1. γιατρεύω, θεραπεύω, αποκαθιστώ την υγεία κάποιου («οὐκ ἰατρεύεις τὸν νοσοῡντα», Πλάτ.)
2. διορθώνω, διευθετώ («τὴν φαυλότητα τῆς θέσεως ὶάτρευκεν ἡ φύσις», Αριστοτ.)
αρχ.
1. εξασκώ το ιατρικό επάγγελμα («τίς ὀρθῶς ἰάτρευκεν», Αριστοτ.)
2. παθ. ἰατρεύομαι
διατελώ υπό ιατρική θεραπεία.

Greek Monotonic

ἰᾱτρεύω: μέλ. -σω (ἰατρός),
1. περιποιούμαι ιατρικά, θεραπεύω, σε Πλάτ. — Παθ., βρίσκομαι υπό ιατρική φροντίδα, στον ίδ.
2. απόλ., εξασκώ την ιατρική τέχνη, το ιατρικό επάγγελμα, σε Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

ἰᾱτρεύω: (ῑ)
1) заниматься врачебным делом, быть врачом: οἱ πρῶτοι ἰατρεῦσαι λεγόμεὸι Plut. слывущие первыми врачами;
2) лечить (τὸν νοσοῦντα Plat.; τὴν διάρροιαν Arst.): τὸ ἰατρεύεσθαι Plat., Arst.; прохождение курса лечения; οἱ ἰατρευόμενοι Plat., Arst.; лечащиеся у врача, пациенты.

Middle Liddell

ἰᾱτρεύω, fut. -σω ἰατρός
1. to treat medically, to cure, Plat.:—Pass. to be under medical care, Plat.
2. absol. to practise medicine, Arist.