ἀνοικοδομέω: Difference between revisions

From LSJ

Φίλιππον ἐπιστῆσαι τοῖς πράγμασι τούτοις → let Philip have a hand in the business, surrender control to Philip

Source
(1)
(1a)
Line 30: Line 30:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἀνοικοδομέω:''' <b class="num">1)</b> отстраивать, восстанавливать (τείχη Thuc., Xen.; πόλιν Plut.);<br /><b class="num">2)</b> застраивать, блокировать (τὰς πόλας Plut.);<br /><b class="num">3)</b> вновь застраивать (χώραν Diod.);<br /><b class="num">4)</b> обкладывать, мостить (τὰ χείλεα τοῦ ποταμοῦ πλίνθοισιν Her.; λαύρας πλίνθοισι Arph.).
|elrutext='''ἀνοικοδομέω:''' <b class="num">1)</b> отстраивать, восстанавливать (τείχη Thuc., Xen.; πόλιν Plut.);<br /><b class="num">2)</b> застраивать, блокировать (τὰς πόλας Plut.);<br /><b class="num">3)</b> вновь застраивать (χώραν Diod.);<br /><b class="num">4)</b> обкладывать, мостить (τὰ χείλεα τοῦ ποταμοῦ πλίνθοισιν Her.; λαύρας πλίνθοισι Arph.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br /><b class="num">I.</b> to [[build]] up, Hdt.<br /><b class="num">2.</b> to [[wall]] up, Ar.<br /><b class="num">II.</b> to [[build]] [[again]], [[rebuild]], Thuc., Xen.
}}
}}

Revision as of 13:25, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνοικοδομέω Medium diacritics: ἀνοικοδομέω Low diacritics: ανοικοδομέω Capitals: ΑΝΟΙΚΟΔΟΜΕΩ
Transliteration A: anoikodoméō Transliteration B: anoikodomeō Transliteration C: anoikodomeo Beta Code: a)noikodome/w

English (LSJ)

   A build up, τὰ χείλεα τοῦ ποταμοῦ . . ἀνοικοδόμηδε πλίνθοισι Hdt.1.186.    2 wall up, λαύρας καιναῖς πλίνθοισιν ἀ. Ar.Pax100; θύραν Lycurg.128; πύλας dub.l. in D.S.11.21 (in this sense ἀποικ- is a freq. v.l.).    II build again, rebuild, πόλιν καὶ τείχη Th.1.89, cf. Jusj. ap. Lycurg.81, X.HG4.4.19, etc.; ἀ. χώραν occupy again with buildings, D.S.15.66:—Pass., metaph., to be exalted, LXXMa.3.15.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνοικοδομέω: μέλλ. -ήσω, ἀνοικοδομῶ, κτίζω, τὰς καταβάσιας τὰς ἐκ τῶν πυλίδων ἐς τὸν ποταμὸν φερούσας ἀνοικοδόμησε πλίνθοισι Ἡρόδ. 1. 186. 2) φράττω διὰ τοίχου, τούς τε κοπρῶνας καὶ τὰς λαύρας καιναῖς πλίνθοισιν ἀνοικοδομεῖν, «ἀποφράξαι» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Εἰρ. 100, πρβλ. Λυκοῦργ. 166. 8· πύλας Διόδ. 11. 21 (ἐν τῇ τοιαύτῃ σημασίᾳ εὕρηται συχνάκις ἀποικ- ὡς διάφορος γραφή). ΙΙ. οἰκοδομῶ ἐκ νέου, κτίζω πάλιν, πόλιν καὶ τείχη Θουκ. 1. 89, πρβλ. παρὰ Λυκούργ. 158. 7, Ξεν. Ἑλλ. 4. 4, 19, κτλ., καὶ τὴν χώραν ἀνοικοδομήσας, καὶ ἀνεγείρας οἰκοδομὰς ἐν τῇ χώρᾳ, Διόδ. 15. 66: - Παθ., μεταφ., ἐξυψοῦμαι, «καὶ νῦν ἡμεῖς μακαρίζομεν ἐναντίους καὶ ἀνοικοδομοῦνται πάντες ποιοῦντες ὄνομα» Ἑβδ. (Μαλαχ. γ΄, 15).

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 fortifier, barricader;
2 reconstruire, rebâtir, relever.
Étymologie: ἀνά, οἰκοδομέω.

Spanish (DGE)

I 1construir c. πλίνθοισι enladrillar τὰ χείλεα τοῦ ποταμοῦ ... ἀνοικοδόμησε πλίνθοισι Hdt.1.186, τὰς λαύρας καιναῖς πλίνθοισι Ar.Pax 100 (ap. crít.).
2 vallar θύραν Lycurg.128
emparedar ἑαυτόν Pall.H.Laus.35.1
construir ἐν τῇ αὐλῇ PLond.887.3 (III a.C.), cf. PPetr.1.26.10 (III a.C.), BGU 313.1 (biz.)
erigir una estela SB 10181.4, τὴν πύλην Gerasa 273 (V d.C.).
II 1reconstruir c. ac. τὴν πόλιν ... καὶ τὰ τείχη Th.1.89, τὰ ἀνοικοδομηθέντα ὑπὸ τῶν Ἀθηναίων τείχη X.HG 4.4.19, cf. IG 22.1225.12 (III a.C.), τῶν ἱερῶν ... οὐδὲν ἀνοικοδομήσω juram. en Lycurg.81, τὸ ἱερόν IPh.11.2 (II a.C.)
de ahí ἀ. χώραν volver a construir edificaciones en la región D.S.15.66
abs. ἀ. ἐκ θεμελίου reconstruir desde los cimientos, PMerton 108.13 (I d.C.).
2 en v. med. prosperar ἀνοικοδομοῦνται πάντες ποιοῦντες ἄνομα LXX Ma.3.15.

English (Strong)

from ἀνά and οἰκοδομέω; to rebuild: build again.

English (Thayer)

ἀνοικοδόμω: future ἀνοικοδομήσω; to build again (Vulg. reaedifico): Thucydides 1,89, 3); Diodorus 11,39; Plutarch, Themistius, 19; Cam. 31; Herodian, 8,2, 12 (5, Bekker edition).)

Greek Monotonic

ἀνοικοδομέω: μέλ. -ήσω,
I. 1. χτίζω, ανοικοδομώ, σε Ηρόδ.
2. περιτειχίζω, σε Αριστοφ.
II. χτίζω εκ νέου, επανοικοδομώ, σε Θουκ., Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἀνοικοδομέω: 1) отстраивать, восстанавливать (τείχη Thuc., Xen.; πόλιν Plut.);
2) застраивать, блокировать (τὰς πόλας Plut.);
3) вновь застраивать (χώραν Diod.);
4) обкладывать, мостить (τὰ χείλεα τοῦ ποταμοῦ πλίνθοισιν Her.; λαύρας πλίνθοισι Arph.).

Middle Liddell


I. to build up, Hdt.
2. to wall up, Ar.
II. to build again, rebuild, Thuc., Xen.