τερετίζω: Difference between revisions
Γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → Scit, quod cupiscit, femina, ulterius nihil → Denn eine Frau versteht nur, was sie will, sonst nichts
(4b) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''τερετίζω:''' щебетать, напевать Arst., Babr., Luc. | |elrutext='''τερετίζω:''' щебетать, напевать Arst., Babr., Luc. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[τερετίζω]],<br />to [[whistle]], Babr. [Formed from the [[sound]].] | |||
}} | }} |
Revision as of 14:15, 9 January 2019
English (LSJ)
A hum a tune, τερετιῶ τι πτιστικόν Phryn.Com.14, cf. Teles p.7 H., Arist.Pr.918a30, Babr.9.4, Alciphr.3.55; πρὸς τὸ δίχορδον τ. Euphro 1.34; αὐτὸς αὑτῷ τ. Thphr.Char.27.15:—Pass., Phld. Mus.p.99 K. 2 tunitter, of swallows, Hsch. 3 accompany with the voice, = τὸ αὐτὸ μέλος ᾄδειν, Phot., Suid. II talk idly, prattle, Zeno Stoic.1.23: cf. συντερ-. (Onomatop.)
German (Pape)
[Seite 1093] (onomatopoet.) zwitschern, zirpen; eigtl. von der Stimme der Schwalben u. der Cicaden, Zenod. bei Ammon.; Poll. 5, 89; dann auch vom Tone der Cithersaiten u. von der menschlichen Stimme, trillern u. präludiren, πρὸς τὸ διχορδον, Euphro com. bei Ath. IX, 380 (V. 34); Luc. merc. cond. 33.
Greek (Liddell-Scott)
τερετίζω: μέλλ. Ἀττ. -ιῶ, μιμοῦμαι τὸν τερετισμὸν τέττιγος ἢ χελιδόνος, ᾄδω μετὰ τερετισμοῦ, τερετιῶ... πτιστικὸν Φρύνιχ. Κωμικ. ἐν «Κωμασταῖς» 2, πρβλ. Τελέσ. παρὰ Στοβ. 69. 19, Ἀριστ. Προβλ. 19. 10, Βαβρ. 9. 4· πρὸς τὸ δίχορδον τ. Εὔφρων ἐν «Ἀδελφοῖς» 1. 34· αὐτὸς ἑαυτῷ τ. Θεοφρ. Χαρ. 29. Schneid. Ἴδε ἐν λ. πτιστικός, καὶ πρβλ. συντερετίζω. (Ὀνοματοπ.) ― Καθ’ Ἡσύχ.: «τερετίζοντα· λαλοῦντα· ἐκ μεταφορᾶς τῆς χελιδόνος».
French (Bailly abrégé)
fredonner.
Étymologie: DELG onomatopée.
Greek Monolingual
ΝΜΑ
(για χελιδόνι, αηδόνι ή τζιτζίκι) κελαηδώ με τερετισμό, τιτιβίζω
νεοελλ.
μουρμουρίζω ένα τραγούδι, σιγοτραγουδώ
μσν.
τραγουδώ
αρχ.
1. μιμούμαι τον τερετισμό χελιδονιού ή τζιτζικιού
2. (κατά τον Φώτ.) συνοδεύω ένα τραγούδι φωνητικά
3. (κατά τον Ησύχ.) «λαλῶ»
4. σφυρίζω προκειμένου να εκφράσω την αποδοκιμασία μου για κάτι ή για κάποιον
5. μτφ. φλυαρώ, μωρολογώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για ονοματοποιία, πιθ. < τιριτίζω (πρβλ. τέττιξ: τιτίζω)].
Greek Monotonic
τερετίζω: Αττ. μέλ. τερετιῶ, σφυρίζω, μιμούμαι το τιτίβισμα τζίτζικα ή χελιδονιού, σε Βάβρ. (ηχομιμ. λέξη).
Russian (Dvoretsky)
τερετίζω: щебетать, напевать Arst., Babr., Luc.