ἀναλογισμός: Difference between revisions

From LSJ

Τίμα τὸ γῆρας, οὐ γὰρ ἔρχεται μόνον → Metue senectam: quippe comitata advenit → Das Alter achte, denn alleine kommt es nicht

Menander, Monostichoi, 491
m (Text replacement - "''' ὁ<b class="num">1)" to "''' ὁ<br /><b class="num">1)")
(1a)
Line 30: Line 30:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἀναλογισμός:''' ὁ<br /><b class="num">1)</b> размышление, рассуждение или рассмотрение Thuc., Xen., Plut.;<br /><b class="num">2)</b> соотношение, пропорция: κατὰ τὸν ἀναλογισμόν Dem. пропорционально, соразмерно.
|elrutext='''ἀναλογισμός:''' ὁ<br /><b class="num">1)</b> размышление, рассуждение или рассмотрение Thuc., Xen., Plut.;<br /><b class="num">2)</b> соотношение, пропорция: κατὰ τὸν ἀναλογισμόν Dem. пропорционально, соразмерно.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[from [[ἀναλογίζομαι]]<br /><b class="num">1.</b> [[reconsideration]], Thuc.:— a [[course]] or [[line]] of [[reasoning]], Xen.<br /><b class="num">2.</b> κατὰ τὸν ἀναλογισμόν according to [[proportionate]] [[calculation]], ap. Dem.
}}
}}

Revision as of 14:35, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναλογισμός Medium diacritics: ἀναλογισμός Low diacritics: αναλογισμός Capitals: ΑΝΑΛΟΓΙΣΜΟΣ
Transliteration A: analogismós Transliteration B: analogismos Transliteration C: analogismos Beta Code: a)nalogismo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A reconsideration, Th.3.36; reckoning, calculation, 8.84; course or line of reasoning, X.HG5.1.19; ἐν τῷ πρὸς αὑτὸν ἀ. Men.447; opp. ἐπιλογισμός, Stoic.2.89.    2 κατὰ τὸν ἀ. according to proportionate reckoning, Docum. ap. D.18.106; δι' ἀναλογισμοῦ S.E.P.1.147.

German (Pape)

[Seite 196] ὁ, das Ueberrechnen, Ueberlegen, Thuc. 3, 36; der sich darauf gründende Entschluß, Xen. Hell. 5, 1, 19; ἐν τῷ πρὸς αὑτὸν ἀναλογισμῷ, Men. bei Or. Gnom. 1, 17; in einem Dokument bei Dem. 18, 106 ist κατὰ ἀναλογισμόν nach Verhältniß, wie κατ' ἀναλογίαν.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναλογισμός: ὁ, τὸ ἀναλογίζεσθαι μετὰ πλείονος περισκέψεως, τὸ ἀνασκοπεῖν ἐν νέου, Θουκ. 3. 36, πρβλ. 8. 84: - σκέψις, ὑπολογισμός, ἀπόφασις στηριζομένη ἐπὶ ἀναλογισμοῦ, Ξεν. Ἑλλ. 5. 1, 19· ἐν τῷ πρὸς αὑτὸν ἀναλ. Μένανδ. ἐν «Στρατιώταις» 1. 3. 2) κατὰ τὸν ἀναλογισμόν, κατὰ τὸν ἐξ ἀναλογίας ὑπολογισμόν, παρὰ Δημ. 262. 5· δι’ ἀναλογισμοῦ ἤ τινος ἀποδείξεως Σέξτ. Ἐμπ. Πυρρ. Ὑποτ. 1. 147.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
1 réflexion ; réexamen, révision, changement d’avis LSJ;
2 raisonnement;
3 proportion.
Étymologie: ἀναλογίζομαι.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
I proporción κατὰ τὸν ἀναλογισμόν proporcionalmente doc. en D.18.106, cf. PRyl.219.8 (II a.C.)
paralelismo, analogía δι' ἀναλογισμοῦ ἤ τινος ἀποδείξεως S.E.P.1.147.
II 1reflexión, razonamiento ἀναλογισμὸς ὠμὸν τὸ βούλευμα καὶ μέγα ἐγνῶσθαι Th.3.36, cf. 8.84, ἐννοησάτω τὸν ἀναλογισμὸν αὐτοῦ X.HG 5.1.19, ἐκ τῶν τοιούτων ἀναλογισμῶν Plu.2.126f
descubrimiento ἐς ἀναλογισμὸν τῆς τε ἑαυτοῦ ἀρετῆς ... ἀφικνούμενος D.C.39.24.4.
2 lóg. razonamiento analógico op. ἐπιλογισμός Chrysipp.Stoic.2.89.36, cf. Clem.Al.Strom.8.9.32.

Greek Monolingual

ο (Α ἀναλογισμός) ἀναλογίζομαι
1. η εκ νέου σκέψη για κάτι, στοχασμός, ανασκόπηση, αναπόληση
2. υπολογισμός, σκέψη, διαλογισμός
αρχ.
1. απόφαση που στηρίζεται στον αναλογισμό
2. υπολογισμός κατ' αναλογία.

Greek Monotonic

ἀναλογισμός: ὁ,
1. σκέψη, υπολογισμός, σε Θουκ.· πορεία ή σειρά συλλογισμού, σε Ξεν.
2. κατὰ τὸν ἀναλογισμόν, σύμφωνα με τον αναλογικό υπολογισμό, παρά Δημ.

Russian (Dvoretsky)

ἀναλογισμός:
1) размышление, рассуждение или рассмотрение Thuc., Xen., Plut.;
2) соотношение, пропорция: κατὰ τὸν ἀναλογισμόν Dem. пропорционально, соразмерно.

Middle Liddell

[from ἀναλογίζομαι
1. reconsideration, Thuc.:— a course or line of reasoning, Xen.
2. κατὰ τὸν ἀναλογισμόν according to proportionate calculation, ap. Dem.