ἀπαυτομολέω: Difference between revisions

From LSJ

κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.

Source
(1)
(1a)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἀπαυτομολέω:''' перебегать к противнику, быть перебежчиком Thuc.
|elrutext='''ἀπαυτομολέω:''' перебегать к противнику, быть перебежчиком Thuc.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />to go of one's own [[accord]], [[desert]], Thuc.
}}
}}

Revision as of 16:20, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπαυτομολέω Medium diacritics: ἀπαυτομολέω Low diacritics: απαυτομολέω Capitals: ΑΠΑΥΤΟΜΟΛΕΩ
Transliteration A: apautomoléō Transliteration B: apautomoleō Transliteration C: apaftomoleo Beta Code: a)pautomole/w

English (LSJ)

   A go of one's own accord, desert, Th.7.75; πρός τινα D.H.Orat.Vett.2; τινός D.C.36.17.

German (Pape)

[Seite 283] überlaufen von Einem, Thuc. 7, 75.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπαυτομολέω: αὐτομολῶ ἀπό τινος, ἢ πρός τινα, ἐπὶ ὑπηρετῶν ἢ δούλων, δραπετεύω, ἀπηυτομολήκεσαν γὰρ πάλαι τε καὶ οἱ πλεῖστοι παραχρῆμα Θουκ. 7. 75· πρός τινα Διον. Ἁλ. περὶ Ρητορ. 2· τινὸς Δίων Κ. 35. 17.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
ao. ἀπηυτομόλησα, pqp. ἀπηυτομολήκειν;
être transfuge.
Étymologie: ἀπό, αὐτομολέω.

Spanish (DGE)

abandonar, desertar abs., Th.7.75, ἔνδεια ὥσπερ κακὸς δρομεὺς ἀ. LXX Pr.6.11a
πρός τινα D.H.Orat.Vett.2
en v. med.-pas. separarse c. gen. τινα ἀπαυτομολήσαντα Τιγράνου D.C.36.17.2.

Greek Monotonic

ἀπαυτομολέω: μέλ. -ήσω, εγκαταλείπω με τη θέλησή μου, λιποτακτώ, δραπετεύω, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἀπαυτομολέω: перебегать к противнику, быть перебежчиком Thuc.

Middle Liddell


to go of one's own accord, desert, Thuc.