δαμαλίζω: Difference between revisions
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
m (Text replacement - "———————— " to "<br />") |
(1a) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''δᾰμᾰλίζω:''' Pind., med. Eur. = [[δαμάζω]] 1. | |elrutext='''δᾰμᾰλίζω:''' Pind., med. Eur. = [[δαμάζω]] 1. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=<br />poet. [[form]] of [[δαμάζω]], to [[subdue]], [[break]] in: Mid., Eur. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:45, 9 January 2019
English (LSJ)
poet.
A = δαμάζω, to subdue, Pi.P.5.121 codd.:—Med., πώλους δαμαλιζομένα E.Hipp.231 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 521] p. = δαμάζω, Pind. P. 5, 121.
Greek (Liddell-Scott)
δᾰμᾰλίζω: ποιητ. ἐκτεταμένος τύπος ἰσοδύναμος τῷ δαμάζω, καταβάλλω, ὑποτάττω, εὐκτ. -ίζοι Πίνδ. Π. 5. 163. Μέσ., πώλους δαμαλιζομένα Εὐρ. Ἱππ. 231 (λυρ.).
French (Bailly abrégé)
dompter, soumettre.
Étymologie: δάμαλις.
English (Slater)
δαμαλίζω v. καταδαμαλίζω.
Greek Monolingual
(I)
εμβολιάζω με δαμαλίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στα Ελλ. ξεν. όρου
(πρβλ. αγγλ. vaccinate). Η λέξη μαρτυρείται από το 1864 στον Λουκ. Ι. Καραλίβανο].
(II)
δαμαλίζω (Α) δαμάλης
δαμάζω (ατίθασα άλογα).
Greek Monotonic
δᾰμᾰλίζω: ποιητ. τύπος του δαμάζω, τιθασεύω, εξημερώνω, υποτάσσω, δαμάζω (ό,τι και στη Ν.Ε.) — Μέσ., σε Ευρ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δαμαλίζω [δάμαλις] temmen, ook med.: πώλους... δαμαλιζομένα veulens temmend Eur. Hipp. 231.
Russian (Dvoretsky)
δᾰμᾰλίζω: Pind., med. Eur. = δαμάζω 1.