βολίζω: Difference between revisions
καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)
(1b) |
(1a) |
||
Line 39: | Line 39: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''βολίζω:''' опускать зонд или лот, измерять глубину (βολίσαντες [[εὗρον]] ὀργυιὰς [[εἴκοσι]] NT). | |elrutext='''βολίζω:''' опускать зонд или лот, измерять глубину (βολίσαντες [[εὗρον]] ὀργυιὰς [[εἴκοσι]] NT). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[From [[βολίς]]<br />to [[heave]] the [[lead]], [[take]] soundings, NTest. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:50, 9 January 2019
English (LSJ)
(βολίς)
A heave the lead, take soundings, Act.Ap.27.28, Eust. 563.30:—Pass., sink in water, Gp.6.17.
German (Pape)
[Seite 452] das Senkblei auswerfen, N. T.
Greek (Liddell-Scott)
βολίζω: (βολὶς) ῥίπτω τὴν βολίδα, ἐξετάζω τὸ βάθος, Πράξ. Ἀποστ. κζ΄, 28: ― Παθ., βυθίζομαι εἰς τὸ ὕδωρ, καταβυθίζομαι, Γεωπ. 6. 17.
French (Bailly abrégé)
jeter la sonde ; Pass. s’enfoncer.
Étymologie: βολίς.
Spanish (DGE)
1 lanzar la sonda, sondar καὶ βολίσαντες εὗρον ὀργυιὰς εἴκοσι Act.Ap.27.28, cf. Eust.563.30, 731.46, 1405.4.
2 sumergir, macerar peras en vino Gp.6.17.
English (Abbott-Smith)
English (Strong)
from βολίς; to heave the lead: sound.
English (Thayer)
1st aorist ἐβολισα; (βολίς a missile, dart; a line and plummet with which mariners sound the depth of the sea, a sounding-lead); to heave the lead, take soundings: Eustathius; (middle intransitive, to sink in water, Geoponica, 6,17).)
Greek Monolingual
(AM βολίζω)
ρίχνω τη βολίδα, εξετάζω το βάθος της θάλασσας
νεοελλ.
βόλισον
ναυτικό παράγγελμα προς τον ναύτη στον οποίο έχει ανατεθεί η καταμέτρηση του βάθους της θάλασσας, όταν το πλοίο περνάει από επικίνδυνους διαύλους
μσν.
βολίζομαι
βυθίζομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βόλος, βολή.
Greek Monotonic
βολίζω: ρίχνω τη βολίδα, εξετάζω το βάθος, σε Καινή Διαθήκη
Russian (Dvoretsky)
βολίζω: опускать зонд или лот, измерять глубину (βολίσαντες εὗρον ὀργυιὰς εἴκοσι NT).