ἑδραίωμα: Difference between revisions
μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσὶν μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων → give not that which is holy unto the dogs, neither cast ye your pearls before swine
(2) |
(1ab) |
||
Line 36: | Line 36: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἑδραίωμα:''' ατος τό утверждение, опора ([[στῦλος]] καὶ ἑ. τῆς ἀληθείας NT). | |elrutext='''ἑδραίωμα:''' ατος τό утверждение, опора ([[στῦλος]] καὶ ἑ. τῆς ἀληθείας NT). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[ἑδραίωμα]], ατος, τό, [from [[ἑδραῖος]]<br />a [[foundation]], [[base]], NTest. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:20, 9 January 2019
English (LSJ)
ατος, τό,
A stay, support, τῆς ἀληθείας 1 Ep.Ti. 3.15.
German (Pape)
[Seite 716] τό, die Stütze, Bekräftigung, N. T.
Greek (Liddell-Scott)
ἑδραίωμα: τό, θεμέλιον, βάσις, Ἐπιστ. Α΄, π. Τιμ. γ΄, 15.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
base solide, soutien.
Étymologie: ἑδραιόω.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
1 sede ἑ. τῆς Σιών τὸ κλίμα ἐστὶ τοῦ βορρᾶ Ath.Al.M.27.220B
•asiento, fijeza (ἡ γῆ) διὰ κονίαν ... σαθρὰ καὶ μὴ ἔχουσα ἑ. Olymp.Iob 28.4.
2 fig. soporte, sostén, fundamento c. gen. de abstr. τῆς ἀληθείας 1Ep.Ti.3.15, cf. Epiph.Const.Haer.41.4.14, τῆς εἰς Χριστὸν πίστεως Ammon.Aeg.Ep.23, cf. Mac.Aeg.Serm.B 19.1.3, Procop.Gaz.M.87.2409D, νηστείας Apoph.Patr.Sys.2.35
•ref. pers. στῦλον καὶ ἑ. τῶν ἐνταῦθα Eus.HE 5.1.17, cf. Is.1.29, Rom.Mel.64.13, τῆς Ἐκκλησίας Eus.M.23.869D, Gr.Naz.Ep.44.1, M.35.985A, glos. a ἔρεισμα Sch.Opp.C.1.1.
English (Strong)
from a derivative of ἑδραῖος; a support, i.e. (figuratively) basis: ground.
English (Thayer)
ἑδραιωματος, τό (ἑδραιόω, to make stable, settle firmly), a stay, prop, support, (Vulg. firmamentum): A. V. ground). (Ecclesiastical writings.)
Greek Monolingual
το (AM ἑδραίωμα) εδραιώνω
στήριγμα.
Greek Monotonic
ἑδραίωμα: -ατος, τό, θεμέλιο, βάση, σε Καινή Διαθήκη
Russian (Dvoretsky)
ἑδραίωμα: ατος τό утверждение, опора (στῦλος καὶ ἑ. τῆς ἀληθείας NT).
Middle Liddell
ἑδραίωμα, ατος, τό, [from ἑδραῖος
a foundation, base, NTest.