ἐκκλύζω: Difference between revisions

From LSJ

πρέπει γὰρ τοὺς παῖδας ὥσπερ τῆς οὐσίας οὕτω καὶ τῆς φιλίας τῆς πατρικῆς κληρονομεῖν → it is right that children inherit their fathers' friendships just as they would their possessions

Source
(2)
(1ab)
Line 30: Line 30:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἐκκλύζω:''' споласкивать, смывать (τὰ ῥύμματα Plat.; ὑπὸ τῶν κυμάτων ἐκκλύζεσθαι Arst.).
|elrutext='''ἐκκλύζω:''' споласкивать, смывать (τὰ ῥύμματα Plat.; ὑπὸ τῶν κυμάτων ἐκκλύζεσθαι Arst.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. ύσω<br />to [[wash]] out stains, Plat.
}}
}}

Revision as of 21:35, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκκλύζω Medium diacritics: ἐκκλύζω Low diacritics: εκκλύζω Capitals: ΕΚΚΛΥΖΩ
Transliteration A: ekklýzō Transliteration B: ekklyzō Transliteration C: ekklyzo Beta Code: e)kklu/zw

English (LSJ)

fut. -ύσω M.Ant.8.51 :—

   A wash out, wash away, τὴν βαφήν Pl.R.430a ; τὸν ῥύπον Luc.Vit.Auct.3 :—in Pass., Hp.Loc. Hom.13 ; ἐ. τὰ λύματα εἰς τὸν Τίβεριν Str.5.3.8 ; restored in ib.1.7 ; to be washed ashore, εἰς τὸ ξηρόν Arist.HA525a23.    2 wash thoroughly, σῶμα Plu.Sull.36 :—Med., Diocl.Fr.141.    II intr., stream out, Apollod.1.6.3 (nisi leg. -έβλυσεν).

German (Pape)

[Seite 763] ausspülen, auswaschen; ῥύμματα Plat. Rep. IV, 430 a; τὰ λύματα τῆς πόλεως εἰς τὸν Τίβεριν Strab. 5, 3, 8. – Auch intr., ausströmen, Apolld. 1, 6, 3.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκκλύζω: μέλλ. -ύσω, ἐκπλύνω, διὰ πλύσεως ἀφαιρῶ, Λατ. eluo, τὴν βαφὴν Πλάτ. Πολ. 430Α· ― ἐκκλ. τὰ λύματα εἰς τὸν Τίβεριν Στράβων 235· ― καὶ διορθωθὲν ἐν 213, ἀντὶ εἰσκλ-: Παθ., Ἱππ. 414, κτλ. ΙΙ. ἀμεταβ., ἐκρέω ἀφθόνως, Ἀπολλόδ. 1. 6, 3.

French (Bailly abrégé)

effacer en lavant, laver.
Étymologie: ἐκ, κλύζω.

Spanish (DGE)

I tr.
1 eliminar lavando τὴν βαφήν Pl.R.430a
medic. limpiar completamente, evacuar del todo líquidos nocivos ἐπὴν δ' ἐκκλύσῃς (τὸ πύον) Hp.Morb.2.32, en v. pas. (τὸ ἔμπυον) ξηραινόμενον ... οὐκ ἐκκλυζόμενον (el pus concentrado) una vez seco no es evacuado Hp.Loc.Hom.14, ὅπως ... ἐκκλυσθῇ τὸ τὴν νοῦσον παρέχον Hp.Loc.Hom.13, cf. Arist.HA 630a7
fig. τὸν ἐπ' αὐτῇ (τῇ ψυχῇ) ῥύπον ἐκκλύσας Luc.Vit.Auct.3
eliminar mojando τὸ ὕδωρ ... ἐκκλύζει ... καὶ σβέννυσι τὴν θερμότητα Arist.Pr.906b28
arrojar, evacuar ἐκκλύζειν τὰ λύματα τῆς πόλεως εἰς τὸν Τίβεριν Str.5.3.8.
2 c. ac. de la parte lavar, enjuagar τὸ οὖς Hp.Morb.2.14, τὸ σῶμα Plu.Sull.36, ἐκτρίψει αὐτὸ (σκεῦος) καὶ ἐκκλύσει ὕδατι fregará y enjuagará el vaso con agua LXX Le.6.21, en v. pas. ὡς ὑγρότεροι οἱ ὀφθαλμοὶ γένωνται καὶ ἐκκεκλυσμένοι Hp.Loc.Hom.13, cf. Cleopatra en Gal.12.492.
3 suj. el agua llevarse, arrastrar αὐτὰ καὶ ἐκκλύσει un torrente, M.Ant.8.51, en v. pas. οὗτος ... ὑπὸ τῶν κυμάτων ἐκκλύζεται εἰς τὸ ξερόν el cefalópodo nautilo, Arist.HA 525a23, ἐξεκλύσθη χῶμα μου mi dique fue arrastrado por las aguas, SB 13840.4 (III a.C.), cf. Str.5.1.7, Lyc.1156
fig. κἀγὼ ... μέμψιν ἐκκλύσω καθάπερ ψῆφον y yo eliminaré la censura como si fuera un guijarro arrojado por el mar, Sch.Pi.O.10.13a.
II intr.
1 en v. med. lavarse ψυχρῷ (ὕδατι) μετρίως ἐκκλύζεσθαι Diocl.Fr.141.
2 manar πολὺ ἐπὶ τοῦ ὄρους ἐξέκλυσεν αἷμα Apollod.1.6.3.

Greek Monolingual

ἐκκλύζω (Α)
1. καθαρίζω με πλύσιμο, ξεπλένω
2. (για υπονόμους) διοχετεύω ακαθαρσίες
3. εκβράζω, ρίχνω στην ξηρά
4. ρέω άφθονα.

Greek Monotonic

ἐκκλύζω: μέλ. -ύσω, ξεπλένω λεκέδες, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

ἐκκλύζω: споласкивать, смывать (τὰ ῥύμματα Plat.; ὑπὸ τῶν κυμάτων ἐκκλύζεσθαι Arst.).

Middle Liddell

fut. ύσω
to wash out stains, Plat.