ἐκτοξεύω: Difference between revisions

From LSJ

τὸ μὴ γὰρ εἶναι κρεῖσσον ἢ τὸ ζῆν κακῶς → for it is better not to exist than to live in misery

Source
(2)
(1ab)
Line 30: Line 30:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἐκτοξεύω:''' <b class="num">1)</b> (с какого-л. места) пускать, метать (βέλη Xen.);<br /><b class="num">2)</b> (о стрелах) выстреливать, расходовать (ὥς [[σφι]] τὰ βέλεα [[ἐξετετόξευτο]] Her.); перен. истрачивать: τὸν ἐμὸν [[ἤδη]] νομίζων ἐκτετοξεῦσθαι βίον Arph. полагая, что жизнь моя прожита;<br /><b class="num">3)</b> истощаться: [[καί]] [[σου]] τὸ [[σῶφρον]] ἐξετόξευσεν φρενός Eur. запас твоей скромности истощился.
|elrutext='''ἐκτοξεύω:''' <b class="num">1)</b> (с какого-л. места) пускать, метать (βέλη Xen.);<br /><b class="num">2)</b> (о стрелах) выстреливать, расходовать (ὥς [[σφι]] τὰ βέλεα [[ἐξετετόξευτο]] Her.); перен. истрачивать: τὸν ἐμὸν [[ἤδη]] νομίζων ἐκτετοξεῦσθαι βίον Arph. полагая, что жизнь моя прожита;<br /><b class="num">3)</b> истощаться: [[καί]] [[σου]] τὸ [[σῶφρον]] ἐξετόξευσεν φρενός Eur. запас твоей скромности истощился.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. σω<br /><b class="num">I.</b> to [[shoot]] out, [[shoot]] [[away]], Hdt.:— metaph., ἐξετόξευσεν has [[shot]] [[away]] all its arrows, i. e. has no [[resource]] [[left]], Eur.<br /><b class="num">II.</b> absol. to [[shoot]] from a [[place]], [[shoot]] arrows, Xen.
}}
}}

Revision as of 21:40, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκτοξεύω Medium diacritics: ἐκτοξεύω Low diacritics: εκτοξεύω Capitals: ΕΚΤΟΞΕΥΩ
Transliteration A: ektoxeúō Transliteration B: ektoxeuō Transliteration C: ektokseyo Beta Code: e)ktoceu/w

English (LSJ)

   A shoot out, shoot away, τὰ βέλη ἐξετετόξευτο Hdt.1.214, etc.; ἐ. γραφήν Hld.9.5: metaph., τὸ σῶφρον ἐξετόξευσεν has shot away all its arrows, i.e. has no resource left, E.Andr.365; νομίζων ἐκτετοξεῦσθαι βίον Ar.Pl.34.    2 metaph., reject, banish, ἀλήθειαν Ph.1.528:—Pass., ὑπερόριος ἐ. ib.252.    3 abs., shoot from a place, shoot arrows, X.An.7.8.14,Arr.An.1.1.11.    4 Pass., of the pulse, Gal.8.486.

German (Pape)

[Seite 782] 1) herausschießen, z. B. aus einem Thurme, Xen. An. 7, 8, 14 u. Sp. – 2) verschießen; βέλη ἐξετετόξευτο Her. 1, 214; Sp.; übertr., βίον, verleben, Ar. Plut. 34, Schol. ἀνηλῶσθαι. Aehnl. Eur. Andr. 365 τὸ σῶφρον ἐξετόξευσε φρενός, Hesych. ἐξέπεσεν, entschwand.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκτοξεύω: ῥίπτω πάντα τὰ βέλη, κενῶ τὴν φαρέτραν, ὥς σφι τὰ βέλεα ἐξετετόξευτο Ἡρόδ. 1. 214, κτλ.· μεταφ., τὸ σῶφρον ἐξετόξευσεν, ἐξήντλησεν, Εὐρ. Ἀνδρ. 365· ἐν τῷ παθ., νομίζων ἐκτετοξεῦσθαι βίον Ἀριστοφ. Πλ. 34. 2) ἀπολ., ῥίπτω ἔκ τινος μέρους βέλη, τοξεύω, Ξεν. Ἀν. 7.8, 14, Ἀρρ. Ἀν. 1. 1, κτλ.

French (Bailly abrégé)

1 lancer des flèches d’un endroit;
2 épuiser ses traits ; fig. ἐκτ. βίον AR épuiser, càd user sa vie.
Étymologie: ἐκ, τοξεύω.

Spanish (DGE)

I 1disparar flechas X.An.7.8.14, ἐς τοὺς Θρᾷκας Arr.An.1.1.11, en v. pas. ὥς σφι τὰ βέλεα ἐξετετόξευτο Hdt.1.214, cf. Hero Bel.79.7.
2 vaciar de flechas, disparar todas las flechas del carcaj, en sent. fig., en v. pas. τὸν ἐμὸν ... ἤδη νομίζων ἐκτετοξεῦσθαι βίον Ar.Pl.34.
II 1disparar, lanzar como un proyectil γραφὴν ἐκτοξεύων lanzando una carta atada a una piedra, Hld.9.5, en v. pas., del aguijón del escorpión, Ctes.45d.15
fig. σου τὸ σῶφρον ἐξετόξευσεν φρενός E.Andr.365.
2 expulsar, expeler en v. pas. c. gen. τὸ πῦρ ... τῶν ἑτεροφυῶν στοιχείων ἐκτοξευθέν ... el fuego, expelido de entre los elementos de distinta naturaleza Gr.Nyss.M.44.76D
fig. echar, desterrar ἀλήθειαν Ph.1.528, en v. pas. ὑπερόριος ἐκτετόξευται φθόνος Ph.1.252.
III en v. med. ir lanzado, agitado del pulso, Gal.8.486.

Greek Monolingual

ἐκτοξεύω)
νεοελλ.
1. ρίχνω με ορμή, εκσφενδονίζω, εκτινάσσω
2. μτφ. (για δυσάρεστα λόγια) απευθύνω, εκστομίζω με θυμό («εκτόξευσε απειλές, κατηγορίες»)
αρχ.
1. ρίχνω βέλη με τόξο, τοξεύω
2. ρίχνω βέλη ώσπου να αδειάσει η φαρέτρα
3. μτφ. αποδοκιμάζω, απορρίπτω
4. μτφ. εξαντλούμαι, αναλίσκομαι («τὸν ἐμόν... σχεδὸν νομίζων ἐκτοξεῡσθαι βίον» — ότι ο βίος μου έχει σχεδόν εξαντληθεί, αναλωθεί, Αριστοφ.).

Greek Monotonic

ἐκτοξεύω: μέλ. -σω,
I. ρίχνω όλα τα βέλη, αδειάζω τη φαρέτρα, σε Ηρόδ.· μεταφ., ἐξετόξευσεν, εξήντλησε όλα τα βέλη του, δηλ. δεν του απέμεινε καθόλου απόθεμα, σε Ευρ.
II. απόλ., τοξεύω από κάποιο μέρος, ρίχνω βέλη, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἐκτοξεύω: 1) (с какого-л. места) пускать, метать (βέλη Xen.);
2) (о стрелах) выстреливать, расходовать (ὥς σφι τὰ βέλεα ἐξετετόξευτο Her.); перен. истрачивать: τὸν ἐμὸν ἤδη νομίζων ἐκτετοξεῦσθαι βίον Arph. полагая, что жизнь моя прожита;
3) истощаться: καί σου τὸ σῶφρον ἐξετόξευσεν φρενός Eur. запас твоей скромности истощился.

Middle Liddell

fut. σω
I. to shoot out, shoot away, Hdt.:— metaph., ἐξετόξευσεν has shot away all its arrows, i. e. has no resource left, Eur.
II. absol. to shoot from a place, shoot arrows, Xen.