ἑρπετόν: Difference between revisions
Ὁ μὴ γαμῶν ἄνθρωπος οὐκ ἔχει κακά → Multis malis caret ille, qui uxorem haud habet → Der Mann, der ledig bleibt, kennt keinen Leidensdruck
m (Text replacement - "''' τό<b class="num">1)" to "''' τό<br /><b class="num">1)") |
(1ab) |
||
Line 36: | Line 36: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἑρπετόν:''' τό<br /><b class="num">1)</b> пресмыкающееся ([[ὄφις]] καὶ σαῦροι καὶ [[τοιαῦτα]] τῶν ἑρπετῶν Her.; τὰ ἔνυδρα καὶ τὰ ἑρπετά Arst.; ἑρπετά τε καὶ δάκετα Arph.);<br /><b class="num">2)</b> змея Theocr.;<br /><b class="num">3)</b> животное Hom.: τοῖς μὲν ἄλλοις ἑρπετοῖς πόδας ἔδωκαν, ἀνθρώπῳ δὲ καὶ χεῖρας προσέθεσαν Xen. остальным животным дали (боги только) ноги, человеку же придали также и руки. | |elrutext='''ἑρπετόν:''' τό<br /><b class="num">1)</b> пресмыкающееся ([[ὄφις]] καὶ σαῦροι καὶ [[τοιαῦτα]] τῶν ἑρπετῶν Her.; τὰ ἔνυδρα καὶ τὰ ἑρπετά Arst.; ἑρπετά τε καὶ δάκετα Arph.);<br /><b class="num">2)</b> змея Theocr.;<br /><b class="num">3)</b> животное Hom.: τοῖς μὲν ἄλλοις ἑρπετοῖς πόδας ἔδωκαν, ἀνθρώπῳ δὲ καὶ χεῖρας προσέθεσαν Xen. остальным животным дали (боги только) ноги, человеку же придали также и руки. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[ἕρπω]]<br /><b class="num">I.</b> a [[walking]] [[animal]], [[quadruped]], Od.; ἑρπετά, opp. to πετεινά, Hdt.<br /><b class="num">II.</b> a creeping [[thing]], [[reptile]], Eur., etc. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:30, 9 January 2019
English (LSJ)
Aeol.perh. ὄρπετον (q.v.), τό, (ἕρπω)
A beast or animal which goes on all fours, Od.4.418 ; πᾶν ἑ. πληγῇ νέμεται Heraclit.11 ; ἑρπετὰ ὅσσα τρέφει μέλαινα γαῖα Alcm.60.3; ὄφις καὶ σαύρας καὶ τὰ τοιαῦτα τῶν ἑρπετῶν Hdt.4.183 ; τοῖς μὲν ἄλλοις ἑρπετοῖς πόδας ἔδωκεν.., ἀνθρώπῳ δὲ καὶ χεῖρας X.Mem.1.4.11 ; ἑρπετά, opp. πετεινά, Hdt.1.140, cf. Theoc.15.118, A.R.4.1240: generally, ἑ. οὐδὲ γυνή Call.Jov.13 ; πυκινώτατον ἑ., of a hound, Pi.Fr.106 ; of insects, Semon.13, Nic.Fr. 74.46. II creeping thing, reptile, esp. snake, E.Andr.269, Theoc. 24.57 ; περὶ κιναδέων τε καὶ ἑ. Democr.259 ; ἑρπετά τε καὶ δάκετα <πάντα> Ar.Av.1069 ; of the monster Typhoeus, with a snake's body, Pi.P.1.25. 2 as Adj., creeping, κακὸν ἑ. πρᾶγμα POxy.1060.7 (vi A. D.); τὰ ἑ. θηρία Philum.Ven.10.1.
Greek (Liddell-Scott)
ἑρπετόν: τό, (ἕρπω) κτῆνος ἢ ζῶον βαδίζον ἐπὶ τῶν τεσσάρων ποδῶν, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸν ἄνθρωπον βαδίζοντα ἐπὶ τῶν δύο ποδῶν, Ὀδ. Δ. 418· ὄφις καὶ σαύρας καὶ τὰ τοιαῦτα τῶν ἑρπετῶν Ἡρόδ. 4. 183· τοῖς μὲν ἄλλοις ἑρπετοῖς πόδας ἔδωκεν… ἀνθρώπῳ δὲ καὶ χεῖρας Ξεν. Ἀπομν. 1. 4. 11· ἑρπετά, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰ πετεινά, Ἡροδ. 1. 140, πρβλ. Θεόκρ. 15. 118, Ἀπολλ. Ροδ. Δ. 1240: - ἐν Πινδ. Π. 1. 47 τὸ ἑκατὸν κεφαλὰς ἔχον τέρας ὁ Τυφὼς καλεῖται ἑρπετόν, πρβλ. Καλλ. εἰς Δία 13· πυκινώτατον ἑρπετόν, ἐπὶ κυνηγετικοῦ κυνός, Πινδ. Ἀποσπ. 73· ἐπὶ ἐντόμων, Σιμωνίδ. 12, Νικ. Ἀποσπ. 2. 46. ΙΙ. ἰδίως τὸ ἐπὶ τῆς κοιλίας ἕρπον, «ἑρπετόν», μάλιστα ὁ ὄφις, Εὐρ. Ἀνδρ. 269, Θεοκρ. 24. 56· ἑρπετά τε καὶ δακετὰ πάντα Ἀριστοφ. Ὄρν. 1069.
French (Bailly abrégé)
οῦ (τό) :
1 tout ce qui rampe ou se traîne, bête, animal;
2 particul. reptile, serpent.
Étymologie: ἕρπω.
English (Autenrieth)
(ἕρπω): creeping thing; ὅσσ' ἐπὶ γαῖαν ἑρπετὰ γίγνονται, i. e. all the ‘creatures that move’ upon the earth, Od. 4.418†. Cf. the 2d example under ἕρπω.
English (Slater)
ἑρπετόν
1 animal ἀπὸ Ταυγέτοιο μὲν Λάκαιναν ἐπὶ θηρσὶ κύνα τρέχειν πυκινώτατον ἑρπετόν fr. 106. 3. met., monster, κεῖνο δ' Ἁφαίστοιο κρουνοὺς ἑρπετὸν δεινοτάτους ἀναπέμπει of an eruption of Etna (P. 1.25)
Spanish
English (Strong)
neuter of a derivative of herpo (to creep); a reptile, i.e. (by Hebraism (compare רֶ֫מֶשׂ)) a small animal: creeping thing, serpent.
English (Thayer)
ἑρπετοῦ, τό (from ἕρπω to creep, crawl, (Latin serpo; hence, serpent, and from same root, reptile; Vanicek, p. 1030f)), a creeping thing, reptile; by secular writings used chiefly of serpents; in Homer, Odyssey 4,418; Xenophon, mem. 1,4, 11an animal of any sort; in Biblical Greek opposed to quadrupeds and birds, Sept. for רֶמֶשׂ and שֶׁרֶץ.)
Greek Monotonic
ἑρπετόν: τό (ἕρπω),·
I. ζώο που περπατά στα τέσσερα πόδια, τετράποδο, σε Ομήρ. Οδ.· ἑρπετά, αντίθ. προς το πετεινά, στον Ηρόδ.
II. σπονδυλωτό ζώο που έρπει, ερπετό, σε Ευρ. κ.λπ.
Russian (Dvoretsky)
ἑρπετόν: τό
1) пресмыкающееся (ὄφις καὶ σαῦροι καὶ τοιαῦτα τῶν ἑρπετῶν Her.; τὰ ἔνυδρα καὶ τὰ ἑρπετά Arst.; ἑρπετά τε καὶ δάκετα Arph.);
2) змея Theocr.;
3) животное Hom.: τοῖς μὲν ἄλλοις ἑρπετοῖς πόδας ἔδωκαν, ἀνθρώπῳ δὲ καὶ χεῖρας προσέθεσαν Xen. остальным животным дали (боги только) ноги, человеку же придали также и руки.
Middle Liddell
ἕρπω
I. a walking animal, quadruped, Od.; ἑρπετά, opp. to πετεινά, Hdt.
II. a creeping thing, reptile, Eur., etc.