ἠρεμία: Difference between revisions

From LSJ

ἔτυχες εἰς τὴν μάχην ὑπὸ τοῦ στρατηγοῦ πεμφθεὶς → you happened to be sent into the battle by the general

Source
(2b)
(1ab)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἠρεμία:''' ἠ<br /><b class="num">1)</b> покой, неподвижность: ᾧ ἡ [[κίνησις]] ὑπάρχει, [[τούτῳ]] ἡ [[ἀκινησία]] ἠ. Arst. чему присуще движение, неподвижность того (есть) покой;<br /><b class="num">2)</b> покой, спокойствие, мир (ψυχῆς Plat.).
|elrutext='''ἠρεμία:''' ἠ<br /><b class="num">1)</b> покой, неподвижность: ᾧ ἡ [[κίνησις]] ὑπάρχει, [[τούτῳ]] ἡ [[ἀκινησία]] ἠ. Arst. чему присуще движение, неподвижность того (есть) покой;<br /><b class="num">2)</b> покой, спокойствие, мир (ψυχῆς Plat.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἠρεμία]], ἡ,<br />[[rest]], quietude, ἐπὶ ἠρεμίας [[ὑμῶν]] leaving you at [[rest]], Dem.
}}
}}

Revision as of 23:10, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἠρεμία Medium diacritics: ἠρεμία Low diacritics: ηρεμία Capitals: ΗΡΕΜΙΑ
Transliteration A: ēremía Transliteration B: ēremia Transliteration C: iremia Beta Code: h)remi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A rest, opp. κίνησις, Arist.Ph.202a4; ἐν ἠ. εἶναι Id.Metaph.988b4, cf. Aristox.Harm.p.12 M., Sor.1.46.    2 of the mind, quietude, ἠ. ψυχῆς περὶ τὰ δεινά Pl.Def.412a, cf. Arist.de An.406a27 (pl.); ἐπὶ πολλῆς ἠ. ὑμῶν leaving you entirely at rest, v. l. for ἐρημίας, D.13.8 (ἠρεμίη κοίτης is perh. a mistake for ἐρημίη, Epigr.Gr.321.11).

German (Pape)

[Seite 1175] ἡ, Ruhe, Gelassenheit; ψυχῆς Plat. Defin. 412 a; neben ἡσυχία Dem. 13, 9, v. l. ἐρημία; Ggstz von κίνησις Arist. Eth. 7, 14; καὶ ἀπάθεια 2, 3; Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἠρεμία: ἡ, ἡσυχία, ἀταραξία, ἀντίθ. κίνησις, = ἀκινησία, Ἀριστ. Φυσ. 3. 2, 4, πρβλ. 5. 6, 1, Μεταφ. 1. 7, 4, κ. ἀλλ. 2) ἐπὶ τῆς ψυχῆς, ἀνάπαυσις, ἡσυχία, ἠρ. ψυχῆς Ὅρ. Πλάτ. 412Α, πρβλ. Ἀριστ. π. Ψυχ. 1. 3, 6· ἐπὶ πολλῆς ἠρ. ὑμῶν Δημ. 168. 15. -Ἴδε ἐν λ. ἡμερία.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
calme, tranquillité, repos.
Étymologie: *ἠρεμής.

Greek Monolingual

η (AM ἠρεμία) ήρεμος
1. ησυχία, αταραξία, ακινησία, γαλήνη
2. ψυχική γαλήνη, ανάπαυση
νεοελλ.
φυσ. κατάσταση ενός σώματος του οποίου τα σημεία δεν μεταβάλλουν θέση ως προς ένα σύστημα αναφοράς.

Greek Monotonic

ἠρεμία: ἡ, ησυχία, αταραξία, ακινησία· ἐπὶ ἠρεμίας ὑμῶν, σε Δημ.

Russian (Dvoretsky)

ἠρεμία:
1) покой, неподвижность: ᾧ ἡ κίνησις ὑπάρχει, τούτῳἀκινησία ἠ. Arst. чему присуще движение, неподвижность того (есть) покой;
2) покой, спокойствие, мир (ψυχῆς Plat.).

Middle Liddell

ἠρεμία, ἡ,
rest, quietude, ἐπὶ ἠρεμίας ὑμῶν leaving you at rest, Dem.