καταχαίρω: Difference between revisions
Ἐν νυκτὶ βουλὴ τοῖς σοφοῖσι γίγνεται → A nocte sapiens capere consilium solet → Die Weisen überkommt des Nachts ein guter Plan
m (Text replacement - "˙" to "·") |
(1ab) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=κατα-χαίρω leedvermaak hebben. | |elnltext=κατα-χαίρω leedvermaak hebben. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=<br />to [[exult]] [[over]], c. dat., Hdt.; absol., καταχαίρων with [[malignant]] joy, Hdt. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:05, 10 January 2019
English (LSJ)
fut. -
A χᾰροῦμαι LXX Pr.1.26:—exult over, ἐόντι αἰχμαλώτῳ . . κ. Hdt.1.129; εἴτε εὐνοίῃ... εἴτε καὶ καταχαίρων with malicious joy, Id.7.239. II rejoice much, Alciphr.2.4, IG14.2410.11, Supp.Epigr.2.844 (Syria).
Greek (Liddell-Scott)
καταχαίρω: μετὰ μέσου μέλλ. -χᾰροῦμαι Κλήμ. Ρώμ.·- (= ἐπιχαίρω), χαίρω διὰ τὸ κακὸν ἢ τὴν δυστυχίαν τοῦ ἄλλου, ἐόντι αἰχμαλώτῳ… κ. καὶ κατεκερτόμεε Ἡρόδ. 1. 129· εἴτε εὐνοίῃ ἐποίησε ταῦτα εἴτε καὶ καταχαίρων, χαίρων μετὰ κακίας, χαιρεκάκως, ὁ αὐτ. 7. 239. ΙΙ. λίαν, σφόδρα χαίρω, κατέχαιρον ἐκπαθὴς ὑπὸ ἡδονῆς γενομένη Ἀλκίφρων 2. 4.
French (Bailly abrégé)
se réjouir aux dépens de, τινι.
Étymologie: κατά, χαίρω.
Greek Monolingual
(AM καταχαίρω)
νεοελλ.
(η μτχ. παθ. ενεστ. ως επίθ.) καταχαρούμενος, -η, -ο
α) αυτός που διακατέχεται από μεγάλη χαρά, ο περιχαρής
β) (για τόπους, οικοδομές κ.λπ.) αυτός που προκαλεί ευχαρίστηση, χαρά, που έχει χαρούμενη όψη
νεοελλ.-μσν.
μέσ. καταχαίρομαι
α) είμαι γεμάτος χαρά, χαίρω πάρα πολύ
β) απολαμβάνω με ευχαρίστηση
μσν.
μέσ. χαίρομαι, καμαρώνω κάποιον
αρχ.
χαίρομαι για το κακό ή τη δυστυχία άλλου, επιχαίρω, χαιρεκακώ, είμαι χαιρέκακος.
Greek Monotonic
καταχαίρω: περιφρονώ, υποτιμώ, περιγελώ, καταχαίρομαι περιφρονητικά προς άλλον, με δοτ., σε Ηρόδ.· απόλ., καταχαίρων, με χαιρέκακη διάθεση, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
καταχαίρω: злорадно насмехаться, злорадствовать (ἐπί τινι, κ. καὶ κατακερτομεῖν Her.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατα-χαίρω leedvermaak hebben.
Middle Liddell
to exult over, c. dat., Hdt.; absol., καταχαίρων with malignant joy, Hdt.