συνεισέρχομαι: Difference between revisions

From LSJ

τὸν αὐτὸν ἔρανον ἀποδοῦναι → pay him back in his own coin, repay him in his own coin, pay someone back in their own coin, pay back in someone's own coin, give tit for tat, pay back in kind

Source
m (Text replacement - "(\{\{grml\n.*?\n\}\}\n)\1" to "\1")
(1b)
Line 36: Line 36:
{{elru
{{elru
|elrutext='''συνεισέρχομαι:''' вместе или одновременно входить (δόμους Eur.; εἰς [[τεῖχος]] Thuc., Plut.).
|elrutext='''συνεισέρχομαι:''' вместе или одновременно входить (δόμους Eur.; εἰς [[τεῖχος]] Thuc., Plut.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />Dep. to [[enter]] [[along]] with or [[together]], δόμους Eur.; ἐς οἴκους Eur., etc.
}}
}}

Revision as of 01:35, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεισέρχομαι Medium diacritics: συνεισέρχομαι Low diacritics: συνεισέρχομαι Capitals: ΣΥΝΕΙΣΕΡΧΟΜΑΙ
Transliteration A: syneisérchomai Transliteration B: syneiserchomai Transliteration C: syneiserchomai Beta Code: suneise/rxomai

English (LSJ)

   A enter along with or together, σοὶ δόμους E.Hel.327; ἐς οἴκους τινί ib.1083; ἐς τὸ τεῖχος Th.4.57; οἴκαδε And.4.17; εἰς τὴν οἰκίαν Mitteis Chr.91 ii 26 (ii A.D., prob.); of things, S.E.P.1.10, Gal.UP8.7, Lib.Or.64.12, etc.

German (Pape)

[Seite 1011] (s. ἔρχομαι), mit, zusammen hineingehen; θέλω κἀγώ σοι συνεισελθεῖν δόμους, Eur. Hel. 334; εἰς τὸ τεῖχος, Thuc. 4, 57; Xen. An. 4, 5, 10; Andoc. 4, 17; Sp., wie Luc. Nigr. 16.

Greek (Liddell-Scott)

συνεισέρχομαι: ἀποθ., εἰσέρχομαι μετά τινος ἢ ὁμοῦ, θέλω δὲ κἀγὼ σοὶ συνεισελθεῖν δόμους Εὐρ. Ἑλ. 327· ἐς οἴκους σοὶ συνεισελθεῖν αὐτόθι 1083· ξυνεισελθεῖν ἐς τὸ τεῖχος οὐκ ἠθέλησαν Θουκυδ. 4. 57· οἴκαδε Ἀνδοκ. 31. 15· ― ἐπὶ πραγμάτων, Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 1. 10, κτλ.

French (Bailly abrégé)

entrer ensemble dans, acc..
Étymologie: σύν, εἰσέρχομαι.

English (Strong)

from σύν and εἰσέρχομαι; to enter in company with: go in with, go with into.

English (Thayer)

2nd aorist συνεισηλθον; to enter together: τίνι, with one — followed by an accusative of the place, Euripides, Thucydides, Xenophon, others; the Sept..)

Greek Monolingual

Α εἰσέρχομαι
εισέρχομαι μαζί με κάποιον.

Greek Monotonic

συνεισέρχομαι: αποθ., εισέρχομαι, μπαίνω με κάποιον ή μαζί, δόμους, σε Ευρ.· ἐς οἴκους, στον ίδ. κ.λπ.· το συνείσομαι χρησιμοποιείται ως μέλ. του σύνοιδα.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-εισέρχομαι, Att. ook ξυνεισέρχομαι samen (met...) naar binnen gaan; met εἰς + acc. in; met dat. met iem.

Russian (Dvoretsky)

συνεισέρχομαι: вместе или одновременно входить (δόμους Eur.; εἰς τεῖχος Thuc., Plut.).

Middle Liddell


Dep. to enter along with or together, δόμους Eur.; ἐς οἴκους Eur., etc.