σύσσωμος: Difference between revisions

From LSJ

μισῶ σοφιστὴν ὅστις οὐχ αὑτῷ σοφός → I hate the sage who recks not his own rede, I hate the sage who is not wise for himself, I hate the wise man who is not wise on his own

Source
(nl)
(1b)
Line 36: Line 36:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=σύσσωμος -ον [σύν, σῶμα] tot dezelfde gemeenschap behorend. NT Eph. 3.6.
|elnltext=σύσσωμος -ον [σύν, σῶμα] tot dezelfde gemeenschap behorend. NT Eph. 3.6.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=σύσ-σωμος, ον, [[σῶμα]]<br />united in one [[body]], NTest.
}}
}}

Revision as of 01:35, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύσσωμος Medium diacritics: σύσσωμος Low diacritics: σύσσωμος Capitals: ΣΥΣΣΩΜΟΣ
Transliteration A: sýssōmos Transliteration B: syssōmos Transliteration C: syssomos Beta Code: su/sswmos

English (LSJ)

ον,

   A united in one body, Ep.Eph.3.6.

German (Pape)

[Seite 1043] zu einem Körper verbunden, in einen Körper vereinigt, N. T.

Greek (Liddell-Scott)

σύσσωμος: -ον, συνηνωμένος εἰς ἓν σῶμα, Ἐπιστ. πρ. Ἐφεσ. γ΄, 6, Ἐκκλ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
uni en un seul corps.
Étymologie: σύν, σῶμα.

English (Strong)

from σύν and σῶμα; of a joint body, i.e. (figuratively) a fellow-member of the Christian community: of the same body.

English (Thayer)

(L T Tr WH συνσωμος (cf. σύν, II. at the end)), συσσωμον (σύν and σῶμα), belonging to the same body (i. e. metaphorically, to the same church) (R. V. fellow-members of the body): Ephesians 3:6. (Ecclesiastical writings.)

Greek Monolingual

-η, -ο / σύσσωμος, -ον, ΝΜΑ
ενωμένος σε ένα σώμαεἶναι τὰ ἔθνη συγκληρονόμα καὶ σύσσωμα καὶ συμμέτοχα τῆς ἐπαγγελίας αὐτοῡ», ΚΔ)
νεοελλ.
1. ολόσωμος, σύγκορμος
2. ολόκληρος, με όλα τα μέλη του («σύσσωμη η αντιπολίτευση απείχε από την ψηφοφορία»).
επίρρ...
συσσώμως ΝΜ, και σύσσωμα Ν
σε όλο το σώμα ή με όλο το σώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -σωμος (< σῶμα), πρβλ. έν-σωμος].

Greek Monotonic

σύσσωμος: -ον (σῶμα), συνενωμένος σ' ένα σώμα, συσσωματωμένος, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

σύσσωμος: составляющий (с кем-л.) одно тело (ἔθνη συγκληρονόμα καὶ σύσσωμα NT).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σύσσωμος -ον [σύν, σῶμα] tot dezelfde gemeenschap behorend. NT Eph. 3.6.

Middle Liddell

σύσ-σωμος, ον, σῶμα
united in one body, NTest.