φοινικόεις: Difference between revisions

From LSJ

κακῶν θάλατταν ὁ κακὸς ἄνθρωπος φέρει → the evil man brings a sea of evils

Source
(4b)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''φοινῑκόεις:''' όεσσα, όεν Hom., Hes. = [[φοινίκεος]].
|elrutext='''φοινῑκόεις:''' όεσσα, όεν Hom., Hes. = [[φοινίκεος]].
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=φοινῑκόεις, εσσα, εν [[φοῖνιξ]] = [[φοινίκεος]]<br />[[dark]]-red, [[purple]] or [[crimson]], Hom., Hes. [In hexam., φοινικόεσσαν, -όεντα, are [[pronounced]] as if [[contracted]].]
}}
}}

Revision as of 02:35, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φοινῑκόεις Medium diacritics: φοινικόεις Low diacritics: φοινικόεις Capitals: ΦΟΙΝΙΚΟΕΙΣ
Transliteration A: phoinikóeis Transliteration B: phoinikoeis Transliteration C: foinikoeis Beta Code: foiniko/eis

English (LSJ)

εσσα, εν, (

   A φοῖνιξ B. 1) = φοινίκεος, dark-red, purple or crimson, χλαῖνα Il.10.133, Od.14.500; ἡνία Hes.Sc.95; σμώδιγγες . . αἵματι φοινικόεσσαι red with blood, Il.23.717; αἵματι φοινικόεις Hes.Sc.194. [In Hom. and Hes. φοινικόεσσαι, -όεσσαν, -όεντα, must be pronounced as if contracted, cf. Nonn.D.41.352.]

German (Pape)

[Seite 1296] όεσσα, όεν, poet. statt φοινίκεος, purpurroth, dunkelroth; Il. 10, 133 Od. 14, 500. 21, 118; Hes. Sc. 95; αἵματι φοιν., mit Blut geröthet, Il. 23, 717; Hes. Sc. 194. [In diesen Stellen des Hom. u. des Hes. ist entweder ι des Verses wegen kurz gebraucht, oder, was wahrscheinlicher ist, die 3. und 4. Sylbe sind in eine zusammenzuziehen, vgl. Heine zu Il. 10, 133.]

Greek (Liddell-Scott)

φοινῑκόεις: εσσα, εν, (φοῖνιξ Β. Ι), = φοινίκεος, ὁ ἔχων χρῶμα βαθὺ ἐρυθρόν, κοκκινοβαφής, χλαῖνα Ἰλ. Κ. 133, Ὀδ. Ξ. 500· ἡνία Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 95· σμώδιγγες... αἵματι φοινικόεσσαι, οἰδήματα κόκκινα ἐκ τοῦ αἵματος, Ἰλ. Ψ. 717· αἵματι φοινικόεις Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 194 [Παρ’ Ὁμ. καὶ Ἡσ. τὰ φοινικόεσσαν, -όεντα, πρέπει νὰ προφέρωνται ὡς συνῃρημένα].

French (Bailly abrégé)

όεσσα, όεν;
c. φοινίκεος.

Greek Monolingual

-εσσα, -εν, και συνηρ. τ. φοινικοῡς, -οῡσα, -οῡν, και ασυναίρ. ιων. τ. φοινίκεος (Ι), -έα, -ον, Α
(ποιητ.τ.)
1. πορφυρός
2. (κυρίως για οίδημα) κόκκινος από το αίμα που περιέχει
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ φοινίκεον
το πορφυρό χρώμα
4. φρ. α) «σύκινα φοινίκεα» — ποικιλία σύκων πάπ.
β) «φοινίκεος χιτών» — πορφυρός χιτώνας που ήταν σημείο έναρξης της μάχης (Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φοῖνιξ (Ι), -οινικός
«πορφυρό χρώμα» + κατάλ. -όεις].

Greek Monotonic

φοινῑκόεις: -εσσα, -εν (φοῖνιξ), = φοινίκειος, σκούρος κόκκινος, ερυθρός ή πορφυρός, σε Όμηρ., Ησίοδ. (Στους εξαμετ., το φοινικόεσσα, -όεντα, προφέρονται ως συνηρημένα).

Russian (Dvoretsky)

φοινῑκόεις: όεσσα, όεν Hom., Hes. = φοινίκεος.

Middle Liddell

φοινῑκόεις, εσσα, εν φοῖνιξ = φοινίκεος
dark-red, purple or crimson, Hom., Hes. [In hexam., φοινικόεσσαν, -όεντα, are pronounced as if contracted.]