χλοεροτρόφος: Difference between revisions
καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled
(4b) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''χλοεροτρόφος:''' производящий зелень, покрытый зеленью ([[πεδίον]] Eur.). | |elrutext='''χλοεροτρόφος:''' производящий зелень, покрытый зеленью ([[πεδίον]] Eur.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=χλοερο-τρόφος, ον, [[τρέφω]]<br />producing [[green]] [[grass]], Eur. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:40, 10 January 2019
English (LSJ)
ον,
A producing green grass, πεδίον E.Ph.826 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1359] junges Grün, grüne Kräuter nährend, hervorbringend, πεδίον Eur. Phoen. 833.
Greek (Liddell-Scott)
χλοεροτρόφος: -ον, ὁ παράγων χλόην, πράσινον χόρτον, χλοεροτρόφον .. πεδίον, «βοτανοτρόφον» (Σχόλ.), Εὐρ. Φοίν. 826.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui nourrit de la verdure nouvelle, un tendre gazon.
Étymologie: χλοερός, τρέφω.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που βγάζει πράσινο χόρτο («χλοεροτρόφον... πεδίον», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χλοερός + -τρόφος (< τρέφω), πρβλ. σταχυο-τρόφος].
Greek Monotonic
χλοεροτρόφος: -ον (τρέφω), αυτός που παράγει πράσινο γρασίδι, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
χλοεροτρόφος: производящий зелень, покрытый зеленью (πεδίον Eur.).