ὡρακιάω: Difference between revisions

From LSJ
(4b)
(1b)
Line 21: Line 21:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ὡρᾱκιάω:''' лишаться чувств, падать в обморок Arph.
|elrutext='''ὡρᾱκιάω:''' лишаться чувств, падать в обморок Arph.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ὡρᾱκιάω,<br />to [[faint]], [[swoon]] [[away]], Ar. [deriv. uncertain]
}}
}}

Revision as of 02:52, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὡρᾱκιάω Medium diacritics: ὡρακιάω Low diacritics: ωρακιάω Capitals: ΩΡΑΚΙΑΩ
Transliteration A: hōrakiáō Transliteration B: hōrakiaō Transliteration C: orakiao Beta Code: w(rakia/w

English (LSJ)

   A faint, swoon away, Ar.Ra.481, Pax702, and in later Prose, as Phld.Acad.Ind.p.50M., Lib.Decl.26.33, 31.34, Them.Or. 26.314b.—Moer.p.425P. writes it with the aspir., as Att. for λιποψυχέω. Others wrote it ὠρακιάω as if for ὠχριάω, and this sense is given to the word by Aristaenet.1.10, Procop.Arc.10, Sch.Ar.Pax l.c.

Greek (Liddell-Scott)

ὡρᾱκιάω: μέλλ. -άσω, [ᾱ], λιποψυχῶ, λιποθυμῶ, Ἀριστοφάν. Βάτρ. 481, Εἰρ. 702, καὶ παρὰ μεταγεν. πεζογράφοις, οἷον ἐν Λιβαν. 4. 143, 209, Θεμιστίῳ 214Β· ― ὁ Μοῖρ. 425, γράφει τὴν λέξιν ὀρθῶς διὰ δασείας καὶ λέγει ὅτι εἶναι Ἀττικὴ ἀντὶ τοῦ λιποψυχέω, «ὡρακιᾶν Ἀττικοί, λιποψυχεῖν Ἕλληνες». Ἕτεροι γράφουσιν ὠρακιάω διὰ ψιλῆς, οἱονεὶ ἀντὶ ὠχριάω, ταύτην δὲ τὴν σημασίαν ἀποδίδει εἰς τὴν λέξιν ὁ Ἀρισταίν. 1. 10, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Εἰρ. ἔνθ’ ἀνωτ.· πρβλ. Λοβεκ. Παθολ. 381. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «ὡρακιᾶν· τὸ ἐν τοῖς βαλανείοις ἐκλύεσθαι ἢ σκοτοῦσθαι, καὶ ὠχριᾶν», καὶ: «ὡρακιᾶν· λιποψυχεῖν. ἐκλύεσθαι καὶ σκοτοῦσθαι μετὰ ὠχριάσεως ἢ καὶ ἱδρῶτος. οἱ δὲ ναυσιᾶν καὶ σκοτοῦσθαι».

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
tomber en défaillance.
Étymologie: DELG étym. hypoth.

Greek Monotonic

ὡρᾱκιάω: μέλ. -άσω [ᾱ], λιποψυχώ, λιποθυμώ, σε Αριστοφ. (αμφίβ. προέλ.).

Russian (Dvoretsky)

ὡρᾱκιάω: лишаться чувств, падать в обморок Arph.

Middle Liddell

ὡρᾱκιάω,
to faint, swoon away, Ar. [deriv. uncertain]