ὀκταήμερος: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ δ' ὅλως οὐ συμφέρον βουλεύεται → Nulla umquam spectat mulier, utile quod siet → Die Frau sinnt gänzlich nicht auf das, was nützlich ist

Menander, Monostichoi, 106
(3b)
(1ba)
Line 33: Line 33:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ὀκταήμερος:''' восьмидневный или приходящийся на восьмой день NT.
|elrutext='''ὀκταήμερος:''' восьмидневный или приходящийся на восьмой день NT.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ὀκτα-ήμερος, ον, [[ἡμέρα]]<br />on the [[eighth]] day, NTest.
}}
}}

Revision as of 04:35, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀκταήμερος Medium diacritics: ὀκταήμερος Low diacritics: οκταήμερος Capitals: ΟΚΤΑΗΜΕΡΟΣ
Transliteration A: oktaḗmeros Transliteration B: oktaēmeros Transliteration C: oktaimeros Beta Code: o)ktah/meros

English (LSJ)

ον,

   A eight days old, Ep.Phil.3.5.

German (Pape)

[Seite 317] achttägig, am achten Tage, N. T.

Greek (Liddell-Scott)

ὀκταήμερος: -ον, ὁ κατὰ τὴν ὀγδόην ἡμέραν, περιτομὴ ὀκταήμερος Ἐπιστ. πρὸς Φιλιππησ. γ΄, 5· - ὀκταήμερον, τό, παρ’ Ἐκκλησ., ἡ ὀγδόη ἡμέρα ἀπό τινος ἑορτῆς, τὰ ὀκταήμερα τῶν δεσποτικῶν ἑορτῶν Τυπικ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
de huit jours ; du huitième jour.
Étymologie: ὀκτώ, ἡμέρα.

English (Strong)

from ὀκτώ and ἡμέρα; an eight-day old person or act: the eighth day.

English (Thayer)

ὀκταημερον (ὀκτώ, ἡμέρα), eight days old; passing the eighth day: περιτομή (cf. Winer s Grammar, § 31,6a.; Buttmann, § 133,21; but περιτομή) ὀκταήμερος, circumcised on the eighth day, τεταρταῖος; (`the word denotes properly, not interval but duration' (see Lightfoot on Philippians , the passage cited). Graecus Venetus, Genesis 17:12; ecclesiastical writings).

Greek Monolingual

και οχταήμερος, -η, -ο (ΑΜ ὀκταήμερος, -ον)
αυτός που γίνεται κατά την όγδοη ημέραὀκταήμερος περιτομή», ΚΔ)
νεοελλ.
1. αυτός που διαρκεί οκτώ ημέρες (α. «οκταήμερος πόλεμος» β. «οκταήμερη προθεσμία»)
2. το ουδ. ως ουσ. το οκταήμερο
χρονικό διάστημα οκτώ ημερών
νεοελλ.-μσν.
1. ο ηλικίας οκτώ ημερών
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα οκταήμερα
εκκλ. η όγδοη ημέρα μετά από μια εορτή («τα οκταήμερα τών δεσποτικών εορτών»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτα- (βλ. λ. οκτώ) + ἡμέρα (πρβλ. τετρα-ήμερος)].

Greek Monotonic

ὀκταήμερος: -ον (ἡμέρα), αυτός που συμβαίνει κατά την όγδοη ημέρα, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

ὀκταήμερος: восьмидневный или приходящийся на восьмой день NT.

Middle Liddell

ὀκτα-ήμερος, ον, ἡμέρα
on the eighth day, NTest.