παρευθύνω: Difference between revisions
τίκτει γὰρ κόρος ὕβριν, ὅταν πολὺς ὄλβος ἕπηται ἀνθρώποις ὁπ̣όσοις μὴ νόος ἄρτιος ἦι → satiety breeds arrogance whenever men with unfit minds have great wealth
(nl) |
(1ba) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=παρ-ευθύνω (in een richting) sturen. | |elnltext=παρ-ευθύνω (in een richting) sturen. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=to [[direct]], [[constrain]], Soph. | |||
}} | }} |
Revision as of 05:15, 10 January 2019
English (LSJ)
A control, χερσί S.Aj.1069.
German (Pape)
[Seite 519] Einen vom graden Wege seitablenken; daher Einen zwingen, nach meinem Willen zu handeln, χερσὶ παρευθύνοντες, Soph. Ai. 1069, Schol. παρεκκλίνειν, VLL. erkl. παραφέρειν, βιάζεσθαι.
Greek (Liddell-Scott)
παρευθύνω: εὐθύνω, ὁδηγῶ τινα ὅπου θέλω, ἄγω αὐτὸν κατὰ βούλησιν, χερσὶ παρευθύνοντες Σοφ. Αἴ. 1069· πρβλ. ἀπ-, κατευ-θύνω.
French (Bailly abrégé)
propr. diriger hors du droit chemin, càd diriger à son gré.
Étymologie: παρά, εὐθύνω.
Greek Monolingual
Α
1. οδηγώ, κατευθύνω κάποιον όπου θέλω, τον οδηγώ κατά βούληση
2. διαστρέφω, διαστρεβλώνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + εὐθύνω (< εὐθύς)].
Greek Monotonic
παρευθύνω: οδηγώ, αναγκάζω κάποιον να κάνει αυτό που θέλω, επιβάλλω τη γνώμη μου, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
παρευθύνω: направлять в сторону, отводить, т. е. принуждать (χερσί Soph.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παρ-ευθύνω (in een richting) sturen.