περιπατητικός: Difference between revisions

From LSJ

Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection

Porphyry, Sententiae, 25
(3b)
(1ba)
Line 30: Line 30:
{{elru
{{elru
|elrutext='''περιπᾰτητικός:''' <b class="num">II</b> ὁ перипатетик (ученик или последователь Аристотеля) Luc., Plut.<br />досл. совершаемый во время прогулки, перен. перипатетический, т. е. аристотелевский ([[αἵρεσις]] Diog. L.).
|elrutext='''περιπᾰτητικός:''' <b class="num">II</b> ὁ перипатетик (ученик или последователь Аристотеля) Luc., Plut.<br />досл. совершаемый во время прогулки, перен. перипатетический, т. е. аристотелевский ([[αἵρεσις]] Diog. L.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=περιπᾰτητικός, ή, όν [from περιπᾰτέω]<br />[[walking]] [[about]] [[while]] [[teaching]]: [[hence]] [[Aristotle]] and his followers were called περιπατητικοί, Peripatetics, Cir., Luc.
}}
}}

Revision as of 05:25, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιπᾰτητικός Medium diacritics: περιπατητικός Low diacritics: περιπατητικός Capitals: ΠΕΡΙΠΑΤΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: peripatētikós Transliteration B: peripatētikos Transliteration C: peripatitikos Beta Code: peripathtiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A of walking, δύναμις Alex. Aphr.de An.110.31.    II given to walking about, esp. while teaching or disputing : of Aristotle and his followers (cf. περίπατος 11.3), Supp.Epigr.1.368.5 (Samos, iii/ii B.C.), Demetr.Lac.Herc.1055.19, Phld.Acad.Ind.p.112 M., Cic.Acad.Post.1.4.17, Ceb.13 (-πατικοί is f.l.), Plu.2.1115a, Luc.Herm.14, CIG4814c Add. (Egypt) ; τὰ π. their doctrines, Posidon.36 J., Cic.Att.13.19.4 ; ἡ π. φιλοσοφία S.E.M.11.179.

German (Pape)

[Seite 586] ή, όν, zum Herumwandeln oder Spazieren gehörig, geneigt, Sp.; bes. von den Schülern des Aristoteles, peripatetische Philosophen, D. L. u. A.

Greek (Liddell-Scott)

περιπᾰτητικός: -ή, -όν, ὁ συνηθίζων νὰ περιπατῇ ἐνῷ διδάσκει ἢ συζητεῖ· ὅθεν ὁ Ἀριστοτέλ. καὶ οἱ ὀπαδοὶ αὐτοῦ ἐκαλοῦντο περιπατητικοί, (ἴδε περίπατος ΙΙ. 3, Λύκειον), Cic. Acad. Post. 1. 4, Πλούτ. 2. 1115Α, Λουκ. Ἐρμότ. 14· (περιπατικοί παρὰ τῷ Κέβητι 13)· τὰ περιπατητικά, τὰ δόγματα αὐτῶν. Κικ. πρὸς Ἀττ. 13. 19, 4. Ἐπίρρ., -κῶς, Εὐστ. Ἀποσπ. 223. 48.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui concerne la philosophie péripatéticienne ; ὁ περιπατητικός, le philosophe péripatéticien ; τὰ περιπατητικά, la doctrine péripatéticienne.
Étymologie: περιπατέω.

Greek Monolingual

-ή, -ό / περιπατητικός, -ή, -όν, ΝΜΑ περιπατητής
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον περίπατο ή στον περιπατητή («περιπατητικὴ δύναμις», Αλέξ.)
2. αυτός που έχει τη συνήθεια να περπατά
3. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φιλοσοφική Σχολή του Αριστοτέλους
4. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι Περιπατητικοί
α) οι μαθητές και οπαδοί της φιλοσοφίας του Αριστοτέλους, μεταξύ τών οποίων ο Θεόφραστος, ο Εύδημος, ο Αριστόξενος, ο Δικαίαρχος και ο Στράτων, οι οποίοι οφείλουν την ονομασία τους στο γεγονός ότι στη σχολή του δασκάλου τους η διδασκαλία γινόταν κατά τη διάρκεια περιπάτου στις στοές του Λυκείου, όπου εκείνος δίδασκε («Περιπατητικοί καὶ Ἐπικούρειοι καὶ oἱ τὸν Πλάτωνα ἐπιγραφόμενοι», Πλούτ.)
β) οι μαθητές και οπαδοί της φιλοσοφίας του Πυθαγόρα
5. φρ. «περιπατητική φιλοσοφία» — η φιλοσοφία τών Περιπατητικών
αρχ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ περιπατητικά
τα δόγματα τών μαθητών και οπαδών της φιλοσοφίας του Αριστοτέλους.
επίρρ...
περιπατητικώς / περιπατητικῶς, ΝΜ
σύμφωνα με τον τρόπο τών Περιπατητικών φιλοσόφων, όπως οι Περιπατητικοί φιλόσοφοι.

Greek Monotonic

περιπᾰτητικός: -ή, -όν, αυτός που περπατά ολόγυρα ενώ διδάσκει· απ' όπου, ο Αριστοτέλης και οι οπαδοί του ονομάζονταν περιπατητικοί, οι Περιπατητικοί, σε Κικ., Λουκ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περιπατητικός -ή -όν [περιπατέω] peripatetisch; plur. οἱ Περιπατητικοί de peripatetici (school van Aristoteles).

Russian (Dvoretsky)

περιπᾰτητικός: II ὁ перипатетик (ученик или последователь Аристотеля) Luc., Plut.
досл. совершаемый во время прогулки, перен. перипатетический, т. е. аристотелевский (αἵρεσις Diog. L.).

Middle Liddell

περιπᾰτητικός, ή, όν [from περιπᾰτέω]
walking about while teaching: hence Aristotle and his followers were called περιπατητικοί, Peripatetics, Cir., Luc.